χιομπέκι
(ουσ.)
χιοπέκ'
[çoˈpek]
Φλογ.
χεbέκ'
[çeˈbek]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. öbek = σωρός, όπου και διαλεκτ. τύπ. hο̈bek (TSS, λ. höbek). Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 221).
1. Σωρός σταριού ως φόρος δεκάτης
ό.π.τ.
2. Σωρός λιπάσματος για το χωράφι
Αξ.