ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χιόνισμα (ουσ. ουδ.) χιόνισμα [ˈçonizma] Γούρδ. χιόνημα [ˈçonima] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. χιόνισμα (βλ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ρ. χιονίζει και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Χιονόπτωση ό.π.τ. : Σάbαχτα θα έχουμ' χιόνημα (Αύριο θα έχουμε χιονόπτωση) Μισθ. -Κοτσαν.