χιόνισμα
(ουσ. ουδ.)
χιόνισμα
[ˈçonizma]
Γούρδ.
χιόνημα
[ˈçonima]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. χιόνισμα (βλ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ρ. χιονίζει και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Χιονόπτωση
ό.π.τ.
:
Σάbαχτα θα έχουμ' χιόνημα
(Αύριο θα έχουμε χιονόπτωση)
Μισθ.
-Κοτσαν.