χιρμάς
(ουσ. αρσ.)
χιρμάς
[xirˈmas]
Φάρασ.
γιρμάς
[ɣirˈmas]
Φάρασ.
γερεμάς
[ʝereˈmas]
Φάρασ.
Πληθ.
γιρμάδε
[ʝirˈmaðe]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. kırma = α) σπάσιμο, θραύση β) καταστροφή γ) δίπλα δ) ως επίθ., διπλωτός ή σπαστός ε) ως επίθ., ημίαιμος στ) (διαλεκτ. σημ.) είδος γλυκού από πετιμέζι, σουτζούκι από σταφύλι (THADS, λ. kırma XIV).
2. Διασταυρωμένο ζώο
3. Είδος σπαστού τουφεκιού
4. Γλυκό από σταφύλια
:
Ήφαρεν ντα γερεμάδε
(Έφαγε τα γλυκά φτιαγμένα από σταφύλια)
Φάρασ.
-Dawk.
Ήτουν αdέτι αdζ̑είνοι του πίνκανε κρασί, να φέρουν σο τραπέζι τουνε γ̇ιρμάιδες, σιτζ̑ούκε, καρύδε, σταφίδες τα φσόκκα τα κορτσόκκα, οι ναίτζ̑ες τρώνκαν, πίνκαν απιδού
(Ήταν συνήθεια αυτοί που έπιναν κρασί, να φέρνουν στο τραπέζι τους μουστόπιτες, σουτζούκια, καρύδια, σταφίδες· τα αγοράκια, τα κοριτσάκια, οι γυναίκες έτρωγαν, έπιναν από αυτά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
5. Στον πληθ., καλούδια
:
|| Ασμ.
Σα κουτζέρκα βκοημένα κρέμασ',
φύακ' αρό ατό το σπίτι, Θέ μας,
ρόϊδα, τσυδώνε, μεϊράπε, 'χράδε,
γιρμάδε, κετέζα τσαι χαχλάδε (Στα τσιγκέλια ευλογημένα κρέμασε,
φύλαγε γερό αυτό το σπίτι, Θεέ μας,
ρόδια κυδώνια, ημεράπιδα, αχλάδια,
καλούδια, ψωμάκια και κουλούρια
(κάλαντα Φώτων)) Φάρασ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. μπιτιργκένι
φύακ' αρό ατό το σπίτι, Θέ μας,
ρόϊδα, τσυδώνε, μεϊράπε, 'χράδε,
γιρμάδε, κετέζα τσαι χαχλάδε (Στα τσιγκέλια ευλογημένα κρέμασε,
φύλαγε γερό αυτό το σπίτι, Θεέ μας,
ρόδια κυδώνια, ημεράπιδα, αχλάδια,
καλούδια, ψωμάκια και κουλούρια
(κάλαντα Φώτων)) Φάρασ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. μπιτιργκένι