ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χινιαλατίζω (ρ.) χινιαλατίζω [çiɲalaˈtizo] Τροχ. σ̑ινιαλατώ [ʃiɲalaˈto] Φλογ. Από το τουρκ. ρ. kınalamak = βάφω με χέννα, όπου και διαλεκτ. τύπ. hınnalamak
Βάφω κόκκινα τα νύχια κάποιου : Ερούτονε νουνά, φέρισ̑κεν σ̑ινιά, σ̑ινιαλάτανεν, σ̑ίνιαζεν νουνά το νύφ' (Ερχόταν η νονά, έφερνε χέννα, έβαφε η νονά τα χέρια της νύφης) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Χινιαλάτιζαν το νύφ’ (Έβαφαν κόκκινα τα νύχια της νύφης) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.