χινιαλατίζω
(ρ.)
χινιαλατίζω
[çiɲalaˈtizo]
Τροχ.
σ̑ινιαλατώ
[ʃiɲalaˈto]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. kınalamak = βάφω με χέννα, όπου και διαλεκτ. τύπ. hınnalamak
Βάφω κόκκινα τα νύχια κάποιου
:
Ερούτονε νουνά, φέρισ̑κεν σ̑ινιά, σ̑ινιαλάτανεν, σ̑ίνιαζεν νουνά το νύφ'
(Ερχόταν η νονά, έφερνε χέννα, έβαφε η νονά τα χέρια της νύφης)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Χινιαλάτιζαν το νύφ’
(Έβαφαν κόκκινα τα νύχια της νύφης)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.