χιλιάδα
(αριθμ.)
σ̑ιλιάρα
[ʃi'ʎara]
Σίλ.
Πληθ.
χιλιάδες
[çiˈʎaðes]
Ανακ., Σινασσ.
χιλιάρες
[çiˈʎares]
Αραβαν.
χιλιάγες
[çiˈʎaʝes]
Αξ.
χιλιάις
[çι΄ʎais]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. χιλιάδα, το οπ. από το αρχ. αριθμ. χιλιάς.
1. Χιλιάδα
ό.π.τ.
:
Ρυό σ̑ιλιάρες γρούσ̑α
(Δυο χιλιάδες γρόσια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πέρασανι τόσες σ̑ιλιάρες χρόνια
(Πέρασαν τόσες χιλιάδες χρόνια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
κατό χιλιάις ιντσάν' ας έρθ'νι
(Εκατό χιλιάδες άνθρωποι ας έρθουν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντέκα χιλιάγες
(Δέκα χιλιάδες)
Αξ.
-Μαυροχ.
Οβδομήνdα χιλιά’ις στρέμμαδα
(Εβδομήντα χιλιάδες στρέμματα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Ασμ.
Καλή μ' τα χίλια αξιάζει τα, τα μάτια δυό χιλιάδες
και το λιγνό της το κορμίν την πόλιν αγοράζει ( Η καλή μου αξίζει τα χίλια, τα μάτια της δυό χιλιάδες
και το λιγνό της το κορμί την πόλη αγοράζει ) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. χίλια
και το λιγνό της το κορμίν την πόλιν αγοράζει ( Η καλή μου αξίζει τα χίλια, τα μάτια της δυό χιλιάδες
και το λιγνό της το κορμί την πόλη αγοράζει ) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. χίλια
2. Η άνω, ανοιχτή πλευρά του ζαρφιού στο παιχνίδι ζάρφια, σε αντιδιαστολή με την κάτω, κλειστή πλευρά, την 'κατοστάδα.
Ανακ.