ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χιλιάδα (αριθμ.) σ̑ιλιάρα [ʃi'ʎara] Σίλ. Πληθ. χιλιάδες [çiˈʎaðes] Ανακ., Σινασσ. χιλιάρες [çiˈʎares] Αραβαν. χιλιάγες [çiˈʎaʝes] Αξ. χιλιάις [çι΄ʎais] Μισθ. Νεότ. ουσ. χιλιάδα, το οπ. από το αρχ. αριθμ. χιλιάς.
1. Χιλιάδα ό.π.τ. : Ρυό σ̑ιλιάρες γρούσ̑α (Δυο χιλιάδες γρόσια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πέρασανι τόσες σ̑ιλιάρες χρόνια (Πέρασαν τόσες χιλιάδες χρόνια) Σίλ. -Κωστ.Σ. κατό χιλιάις ιντσάν' ας έρθ'νι (Εκατό χιλιάδες άνθρωποι ας έρθουν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντέκα χιλιάγες (Δέκα χιλιάδες) Αξ. -Μαυροχ. Οβδομήνdα χιλιά’ις στρέμμαδα (Εβδομήντα χιλιάδες στρέμματα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Ασμ. Καλή μ' τα χίλια αξιάζει τα, τα μάτια δυό χιλιάδες
και το λιγνό της το κορμίν την πόλιν αγοράζει
( Η καλή μου αξίζει τα χίλια, τα μάτια της δυό χιλιάδες
και το λιγνό της το κορμί την πόλη αγοράζει )
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. χίλια
2. Η άνω, ανοιχτή πλευρά του ζαρφιού στο παιχνίδι ζάρφια, σε αντιδιαστολή με την κάτω, κλειστή πλευρά, την 'κατοστάδα. Ανακ.