χιλέ
(ουσ. ουδ.)
χιλέ
[çi'le]
Ουλαγ.
χιλέσ̑ι
[çi'leʃi]
Τελμ.
αχίλι
[aˈçili]
Φάρασ.
Αρσ.
χ̇ιλ-λές
[xilˈles]
Φάρασ.
χ̇ιλ-λα̈́ς
[xilˈlæs]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. χιλέ, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hile (< αραβ. ḥīla(t)) = δόλος, όπου και διαλεκτ. τύπ. hila.
Πανουργία, δόλος, τέχνασμα
ό.π.τ.
:
Δώτσ̑εν ντα αν αχίλι. Είπεν ντι κι: «Κανείνα μη ντα λές.»
(Του μίλησε για ένα τέχνασμα. Αυτός είπε: «Σε κανένα μην το πεις»)
Φάρασ.
-Dawk.
Έπκεν ντο χιλέ
(Το έκανε νοθεία)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
διαβολιά :1, τερτίπι :2