ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χιλέ (ουσ. ουδ.) χιλέ [çi'le] Ουλαγ. χιλέσ̑ι [çi'leʃi] Τελμ. αχίλι [aˈçili] Φάρασ. Αρσ. χ̇ιλ-λές [xilˈles] Φάρασ. χ̇ιλ-λα̈́ς [xilˈlæs] Φάρασ. Νεότ. ουσ. χιλέ, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hile (< αραβ. ḥīla(t)) = δόλος, όπου και διαλεκτ. τύπ. hila.
Πανουργία, δόλος, τέχνασμα ό.π.τ. : Δώτσ̑εν ντα αν αχίλι. Είπεν ντι κι: «Κανείνα μη ντα λές.» (Του μίλησε για ένα τέχνασμα. Αυτός είπε: «Σε κανένα μην το πεις») Φάρασ. -Dawk. Έπκεν ντο χιλέ (Το έκανε νοθεία) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. διαβολιά :1, τερτίπι :2