ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τερτίπι (ουσ. ουδ.) τερτίπ' [terˈtip] Αξ. τιαρτίπ' [tjarˈtip] Μισθ. τ͑ερτίμπi [tʰerˈtibi] Φάρασ. τ͑α̈ρτ͑ίπι [tʰærtʰipi] Αφσάρ. Από νεότ. ουσ. τερτίπι = σχέδιο, τρόπος δράσης (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 25.6.40 «τὸ περσινὸν τερτίπι τῶν στρατευμάτων», το οπ. από το τουρκ. ουσ. tertip (< αραβ. tartīb) = α) διάταξη, κατάταξη, τακτοποίηση β) σχέδιο, προγραμματισμός γ) ιατρική συνταγή. Και ο τύπ. τερτίμπι νεότ.
1. Τρόπος Αξ., Φάρασ. : Με το σι̂ρά τρία ημέρες εγιώ 'ς το τερτίπ' (Τρεις μέρες στη σειρά με αυτό το σύστημα, με αυτό τον τρόπο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Χεμ πολύ αχιλλούς ένι, χέμ κατέσ̑ει ινσανού τερτίπε (Και πολύ μυαλωμένο είναι, και γνωρίζει τους τρόπους συμπεριφοράς του ανθρώπου, ενν. το αρκούδι) Φάρασ. -Παπαδ.
2. Πονηρό τέχνασμα Αφσάρ., Μισθ., Φάρασ. Συνών. διαβολιά :1, χιλέ