τέρσα
(επίρρ.)
τ͑έρσα
[ˈtʰersa]
Φάρασ.
τ͑α̈́ρσα
[ˈtʰærsa]
Φάρασ.
Από το επίθ. τέρσης και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Ανάποδα, στραβά
ό.π.τ.