τερτιπλούς
(επίθ.)
τερτιπλούς
[tertiˈplus]
Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. tertipli = α) τακτοποιημένος β) προγραμματισμένος, οργανωμένος.
Μεθοδικός
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025