τέστι
(ουσ. ουδ.)
τάσ̑τι
[ˈtaʃti]
Φάρασ.
τέσ̑τι
[ˈteʃti]
Αφσάρ., Φάρασ.
ντάσ̑ντι
[ˈdaʒdi]
Φάρασ.
ντάσ̑τι
[ˈdaʃti]
Φάρασ.
Από τουρκ. διαλεκτ. ουσ. teşt (< περσ. taşt) = α) λεκάνη β) λεκάνη πλυσίματος, όπου και τύπ. deşd, taşt (THADS, λ. taşt, Tietze 2019: λ. teşt).
Μεγάλη χάλκινη λεκάνη κυρίως για το ζύμωμα
ό.π.τ.
:
Φέρ' με α χαλτσ̑ί χαριένι τζ̑ ι αν ντάσ̑τι
(Φέρε μου ένα χάλκινο ταψί και μιά λεκάνη για ζύμωμα)
Φάρασ.
-Dawk.
'ύρεψε το ζυμάρι με το ντάσ̑ντι
(Ζήτησε το ζυμάρι με τη σκάφη)
Φάρασ.
-Dawk.