τετζέλι
(ουσ.)
τεdζ̑α̈́λι
[teˈdʒæli]
Φάρασ.
τετζα̈́λι
[teˈdzæli]
Φάρασ.
τ͑ετσ̑έλι
[tʰeˈtʃeli]
Φάρασ.
τ͑α̈τσ̑α̈́λι
[tʰæˈtʃæli]
Αφσάρ.
ντα̈́τσάλ'
[dæˈtsal]
Μισθ.
ντατσάλ'
[daˈtsal]
Μισθ.
Από το τουρκ. tecelli (< αραβ. tacallī) = μοίρα, πεπρωμένο (Redhouse).
Η τύχη, το πεπρωμένο
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Ντεν έχ' ντατσάλ'
(Δεν έχει τύχη˙ Είναι άτυχος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Νερό έβγκη σον ‘μόν ντο τεdζ̑α̈́λι
(νερό βγήκε στην τύχη μου˙ το έλεγε με παράπονο ένας άτυχος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Το ‘μόν τετζα̈́λι γιαρdίμιν τζ̑ο φτένει να υπάω σο τενίζι
(η τύχη μου δεν με βοηθάει να πάω στη θάλασσα˙ λέγεται όταν οι συνθήκες δεν ευνοούν για να επιτύχω τους στόχους μου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.