ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τετζέλι (ουσ.) τεdζ̑α̈́λι [teˈdʒæli] Φάρασ. τετζα̈́λι [teˈdzæli] Φάρασ. τ͑ετσ̑έλι [tʰeˈtʃeli] Φάρασ. τ͑α̈τσ̑α̈́λι [tʰæˈtʃæli] Αφσάρ. ντα̈́τσάλ' [dæˈtsal] Μισθ. ντατσάλ' [daˈtsal] Μισθ. Από το τουρκ. tecelli (< αραβ. tacallī) = μοίρα, πεπρωμένο (Redhouse).
Η τύχη, το πεπρωμένο ό.π.τ. : || Φρ. Ντεν έχ' ντατσάλ' (Δεν έχει τύχη˙ Είναι άτυχος) Μισθ. -Κοτσαν. Νερό έβγκη σον ‘μόν ντο τεdζ̑α̈́λι (νερό βγήκε στην τύχη μου˙ το έλεγε με παράπονο ένας άτυχος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Το ‘μόν τετζα̈́λι γιαρdίμιν τζ̑ο φτένει να υπάω σο τενίζι (η τύχη μου δεν με βοηθάει να πάω στη θάλασσα˙ λέγεται όταν οι συνθήκες δεν ευνοούν για να επιτύχω τους στόχους μου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.