ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Τζαλιώτης (ουσ. αρσ.) Τζαλιώτης [dzaˈʎotis] Ανακ. Από το τοπων. Τζαλέλα και το επίθμ. -ιώτης, με απλοποίηση [alel > al].
Αυτός που κατοικεί στην Τζαλέλα ή κατάγεται από αυτήν : Σηκώθανε νεφσ̑εριώτ', τζαλιώτ' μαλακοπιά σ’ εμάς κατόπ'σα (Ξεκίνησαν για την Ανταλλαγή μετά από εμάς οι νεφσεχιριώτες, οι τζαλελιώτες, και η Μαλακοπή) Ανακ. -Cost.