Τζαλιώτης
(ουσ. αρσ.)
Τζαλιώτης
[dzaˈʎotis]
Ανακ.
Από το τοπων. Τζαλέλα και το επίθμ. -ιώτης, με απλοποίηση [alel > al].
Αυτός που κατοικεί στην Τζαλέλα ή κατάγεται από αυτήν
:
Σηκώθανε νεφσ̑εριώτ', τζαλιώτ' μαλακοπιά σ’ εμάς κατόπ'σα
(Ξεκίνησαν για την Ανταλλαγή μετά από εμάς οι νεφσεχιριώτες, οι τζαλελιώτες, και η Μαλακοπή)
Ανακ.
-Cost.