τζαμούζι
(ουσ. θηλ.)
τζαμούζι
[dzaˈmuzi]
Σίλ.
τσαμούζ'
[tsaˈmuz]
Σίλ., Φερτάκ.
Θηλ.
τζαμούζα
[dzaˈmuza]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. camız = βουβάλι, (< αραβ. cāmūs ή cāmūş, Nişanyan 2002- 2022: camız), όπου και διαλεκτ. τύπ. camus, camuş (Redhouse).
Bουβάλι, βουβάλα
ό.π.τ.
:
Τσαμουζ̑ιού άθος
(καϊμάκι από γάλα βουβαλιού)
-Ρίζ.Αγ.
Να ντέκεις το τσαμούζ' σο τανdουριού το τόπος
(Να δώσεις το βουβάλι στη θέση του (σπασμένου) ταντουριού)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
βουβάλι