τζαναζάς
(ουσ. αρσ.)
τζ̑αναζάς
[dʒanaˈzas]
Φάρασ.
τσ̑αναζάς
[tʃanaˈzas]
Φάρασ.
τσ̑αναζάς
[tʃanaˈzas]
Αφσάρ.
τσ̑αναζ-ζάς
[tʃanazˈzas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. cenaze = α) πτώμα β) κηδεία, όπου και διαλεκτ. τύπ. canaza (Buran 1997: λ. canaza).
1. Κόλλυβα
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Α νομάτ', να ζήσ'οχτώ ημέρες, να 'σ̑ει εννα̈́ νημερ'νώ φαΐ χαζίρι·του 'νός νημερ'νού φαΐν ντα δώσουν σον τζαναζάν ντου
(Ένας άνθρωπος και να ζήσει οκτώ μέρες, πρέπει να έχει έτοιμο φαγητό εννέα ημερών· της μιας μέρας το φαγητό να το δώσουν στα κόλλυβα˙ Ο άνθρωπος πρέπει να προετοιμάζει τις προμήθειές του για όσο μεγαλύτερο διάστημα γίνεται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
κόλλυβο, κανίσκι