ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζάμπα (επίρρ.) τζάbα ['dzaba] Μισθ. τζ̑άbα ['dʒaba] Μισθ., Τροχ. τσ̑άπα [ˈtʃapa] Φάρασ. Από το νεότ. επίρρ. τζάμπα = χάρισμα σου (Λεξ. Σομ., λ. ντζάμπα), το οπ. από το τουρκ. επιρρ. caba, όπου και διαλεκτ. τύπ. çaba.
1. Δωρεάν ό.π.τ. : Φοντουλάντημα είνι τζ̑άbα (Η περιφάνεια είναι δωρεάν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. μπενταβά :1, τζαμπαντάν :1
2. Άδικα, χωρίς λόγο : Ήρτα τσαγά να σοι βοητήσου, γιαΐ τζάbα βρίει σοι (Ήρθα εδώ να σε βοηθήσω γιατί άδικα σε βρίζει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. ατιέ, βερεσέ :1, γαράλτσα, μποσουνά, χαράμι