τζάμπα
(επίρρ.)
τζάbα
['dzaba]
Μισθ.
τζ̑άbα
['dʒaba]
Μισθ., Τροχ.
τσ̑άπα
[ˈtʃapa]
Φάρασ.
Από το νεότ. επίρρ. τζάμπα = χάρισμα σου (Λεξ. Σομ., λ. ντζάμπα), το οπ. από το τουρκ. επιρρ. caba, όπου και διαλεκτ. τύπ. çaba.
1. Δωρεάν
ό.π.τ.
:
Φοντουλάντημα είνι τζ̑άbα
(Η περιφάνεια είναι δωρεάν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
μπενταβά :1, τζαμπαντάν :1
2. Άδικα, χωρίς λόγο
:
Ήρτα τσαγά να σοι βοητήσου, γιαΐ τζάbα βρίει σοι
(Ήρθα εδώ να σε βοηθήσω γιατί άδικα σε βρίζει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
ατιέ, βερεσέ :1, γαράλτσα, μποσουνά, χαράμι