ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζάμι (ουσ. ουδ.) τζ̑άμι ['ʤami] Σίλ. τζ̑άμ' [ʤam] Μισθ., Σινασσ., Τελμ. ντζ̑άμι [nˈdʒami] Φκόσ. τσ̑άμι [ˈtʃami] Φάρασ. τζέμι ['dzemi] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. cam = α) γυαλί β) τζάμι.
1. Τζάμι ό.π.τ. : Τζ̑άμι μη τα τσακώσεις (Μην σπάσεις το τζάμι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Παρλαϊζου ντα τζ̑άμια (Γυαλίζω τα τζάμια) Μισθ. -Κοτσαν. Είχαν ντζ̑άμι τα παντζ̑ιράδα̈ (Τα παράθυρα είχαν τζάμια) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371
2. Γυαλί Τελμ.
3. Φακός γυαλιών Μισθ. : Νταρά πιο καλά δα ρανώ, έχου δου τζάμ' (Τώρα πιο καλά το βλέπω με τον φακό των γυαλιών) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ