τζάμι
(ουσ. ουδ.)
τζ̑άμι
['ʤami]
Σίλ.
τζ̑άμ'
[ʤam]
Μισθ., Σινασσ., Τελμ.
ντζ̑άμι
[nˈdʒami]
Φκόσ.
τσ̑άμι
[ˈtʃami]
Φάρασ.
τζέμι
['dzemi]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. cam = α) γυαλί β) τζάμι.
1. Τζάμι
ό.π.τ.
:
Τζ̑άμι μη τα τσακώσεις
(Μην σπάσεις το τζάμι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Παρλαϊζου ντα τζ̑άμια
(Γυαλίζω τα τζάμια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Είχαν ντζ̑άμι τα παντζ̑ιράδα̈
(Τα παράθυρα είχαν τζάμια)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
2. Γυαλί
Τελμ.
3. Φακός γυαλιών
Μισθ.
:
Νταρά πιο καλά δα ρανώ, έχου δου τζάμ'
(Τώρα πιο καλά το βλέπω με τον φακό των γυαλιών)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ