τζάνεμ
(επιφ.)
τζ̑άνεμ
['dʒanem]
Μισθ.
Από το τουρκ. επιφών. canım = ψυχή μου.
Ψυχή μου!, Καλέ μου!
Τροποποιήθηκε: 23/08/2025