ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζανταρμάς (ουσ.) ζανdαρμά [zandarˈma] Αξ. τζ̑ανdαρμάς [dʒandarˈmas] Μισθ., Ποτάμ., Σίλ. τσ̑ανdαρμάς [tʃandarˈmas] Αραβ., Μισθ., Μπέηκ. τζ̑ενdερμές [ʤenderˈmes] Τσουχούρ. τζ̑ινdερμές [dʒinderˈmes] Σατ. τζ̑εdερμές [ʤederˈmes] Μισθ. τζ̑άdαρμας [ˈdʒadarmas] Φλογ. τσ̑ενdερμές [tʃenderˈmes] Αξ., Φάρασ. τσ̑α̈νdα̈ρμα̈́ς [tʃændærˈmæs] Φάρασ. Πληθ. τζ̑ανdαρμάδες [ˈdʒandarmaðes] Μισθ. τσ̑αdιαρμάοι [tʃadʝarˈmai] Μισθ. τζ̑ενdερμέες [ʤenderˈmees] Αξ. τζ̑εdερμέε [ʤederˈmee] Μισθ. τζ̑ενdερμέα [ʤenderˈmea] Αξ. τσ̑ενdερμέια [tʃenderˈmeia] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. jandarma ή candarma, όπου και διαλεκτ. τύπ. janderme το οπ. από το γαλλ. gendarme.
Χωροφύλακας, αστυφύλακας ό.π.τ. : Σου Μιστί ντεν ερώδαν Τούρτσ’ τζ̑ανdαρμάδες (Στο Μιστί δεν ερχόντουσαν οι Τούρκοι αστυνόμοι) Μισθ. -Κοτσαν. bάζου ερόδαν Τούρτσ' τσ̑αdιαρμάοι (Κάπου κάπου ερχόταν Τούρκοι αστυφύλακες) Μισθ. -Κοτσαν. Χάαα! Ήρταν ντέκα τζ̑εdερμέε. Να ντώσιτ' απ' ένα γαïdούρ' (Ακούσατε, ακούσατε! Ήρθαν δέκα χωροφύλακες. Να δώσετε από ένα γαϊδούρι (για την μεταφορά στρατιωτικών ειδών)!) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ταβρά δου παλτά, χτυπά δου τσ̑ανdαρμά (Τραβάει το μπαλτά, χτυπάει το χωροφύλακα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ο τατά μ’, σάμου πήνε ατσ̑εί, ήτουν αν τζ̑ενdερμές Αρμένους (Ο μπαμπάς μου, όταν πήγε εκεί, ήταν ένας αστυφύλακας Αρμένιος) Τσουχούρ. -VLACH Έριται ένα τζ̑άνdαρμα και τσ̑ιγ̇ιρντά δυό τούρκα απ’ εκείνα απέσω και περπαίν' τα μουχτάρ' κοντά (Έρχεται ένας χωροφύλακας και φωνάζει δύο Τούρκους από αυτούς που ήταν μέσα και τους πηγαίνει στο μουχτάρη) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Παππού μ' κατακώλ’ναν ντο τσ̑ενdερμέια (Τον παππού μου τον κυνηγούσαν χωροφύλακες) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Πηρπήγαν τζ̑ενdερμέες 'ς νεκκλησ̑ά, όλα τα μορμόρια άνοιξαν ντα (Πήγαν χωροφύλακες στην εκκλησία, άνοιξαν όλους τους τάφους) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Ήρθεν ασ̑κέρ’, ήρθεν και τζ̑ενdερμέα (Ήρθε στρατός, ήρθε χωροφυλακή) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Τζ̑εdερμές να σε πιάσ' (Ο αστυφύλακας να σε πιάσει˙ Ως απειλή σε άτακτο παιδί) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. γιρσερτέρης, γιούζμπασης :2, ζαπτιές, κολτζής, πολίσης, τζανταρμάς