ζαπτιές
(ουσ. αρσ.)
ζαπτιγές
[zaptiˈʝes]
Αξ., Μαλακ.
ζαπτιέ
[zapˈtçe]
Φλογ.
ζαπ͑τιάς
[zaptʰiˈas]
Φάρασ.
Πληθ.
ζαπτι-έδες
[zaptiˈeðes]
Φκόσ.
Από το τουρκ. ουσ. zaptiye = χωροφύλακας.
Χωροφύλακας
ό.π.τ.
:
Γκαλίdζ̑εψε ο ζαπ͑τι-άς ’ς άβγο
(Καβαλίκεψε ο χωροφύλακας το άλογο)
Φάρασ.
-Dawk.
Ανοίνε καστρού τα θύρια, και τρανούνε τα τρία ζαπτιάδε
(Ανοίγουν του κάστρου την πόρτα, και βλέπουν τους τρεις αστυνομικούς)
Φλογ.
-Dawk.
Ήρταν ζαπτιέδε και πήραν πηρπήγαν το άνdρα τ’ σο μαπούσ’
(Ήρθαν οι χωροφύλακες και πήραν τον άντρα της και τον πήγαν στην φυλακή)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
κολτζής, πολίσης, τζανταρμάς