ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζάνκαι (σύνδ.) ζ̑άνgαι [ˈʒanɟe] Αξ. σόνκαι [ˈsonce] Τελμ. ζένdζ̑αις [ˈzendʒes] Αφσάρ., Φάρασ. Πιθ. από τους συνδ. σαν + και. Ο τύπ. ζένdζ̑ες από τα σαν + και + ως (Αναστασιάδης 1976: 244)
Χρον. σύνδ., αφότου, από τότε που ό.π.τ. : ζ̑άνgαι με τσάκωσε, πάγωσα (Από τότε που με πρόσβαλε, ψυχράνθηκα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ζένdζ̑αις 'ενόσουν σ̑τσ̑υλί, ξείλτσες 'ς αν καό αβλίχι (Από τότε που έγινες σκυλί, βγήκες σε καλό κυνήγι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το αqλού, σον και διεί το, παίρ' το νϋνgιά (Όταν ο έξυπνος αδελφός το βλέπει, παίρνει το βάρος) Τελμ. -Dawk. Συνών. γιάνγκι, κιλόθι