ζαμπούνης
(επίθ.)
ζαπούνης
[zaˈpunis]
Σινασσ.
ζαbούν
[zaˈbun]
Μαλακ., Μισθ.
ζαπούνι
[zaˈpuni]
Φάρασ.
Από το νεότ. επίθ. ζαμπούνης = άρρωστος, το οπ. από το τουρκ. επιθ. zebun (< περσ. zabūn), όπου και διαλεκτ. τύπ. zabun. Πβ. το σύνηθες νεοελλ. επών. Ζαμπούνης (Τομπαΐδης 1990: 74).
Ισχνός, αδύνατος
ό.π.τ.