ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαπάς (επίθ.) γαπάς [ɣaˈpas] Φάρασ. Θηλ. χαbάχ'σσα [xaˈbaxsa] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. kaba (< παλ. τουρκ. kaba = μεγάλος, διογκωμένος) = α) αγενής β) τραχύς γ) χοντροκομμένος δ) διαλεκτ., τεράστιος.
1. Χοντρός, εύσωμος Φάρασ. Συνών. αδρός, βορδώνι :2, βουβάλι :2, γκαλίν, σισμάν, Αντίθ αχαμνός
Τροποποιήθηκε: 19/12/2024