γαπάς
(επίθ.)
γαπάς
[ɣaˈpas]
Φάρασ.
Θηλ.
χαbάχ'σσα
[xaˈbaxsa]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. kaba (< παλ. τουρκ. kaba = μεγάλος, διογκωμένος) = α) αγενής β) τραχύς γ) χοντροκομμένος δ) διαλεκτ., τεράστιος.