εντεψίζης
(επίθ.)
εdεψίζης
[edeˈpsizis]
Σινασσ.
αdεψούζης
[adeˈpsuzis]
Φάρασ.
ατεψούζης
[ateˈpsuzis]
Φάρασ.
ανταψούζ
[adaˈpsuz]
Μισθ.
ανταψ̑ούζ
[adaˈpʃuz]
Μισθ.
α̈dα̈ψ̑ούζ
[ædæˈpʃuz]
Μισθ.
Θηλ.
ατεψούζα
[ateˈpsuza]
Φάρασ.
Ουδ.
ατεψούζι
[ateˈpsuzi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. edepsiz =απρεπής, αχρείος.
Άτακτος, αγενής, ιταμός
ό.π.τ.
:
Τι πέρνασα τί πέρνασα, πολύ ανταψ̑ούζ 'δουμι
(Τι πέρασα, τι πέρασα, πολύ ατίθαση ήμουνα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μαρία γένη έναν ανταψούζ, γένη ένα σοκαχτσής
(Η Μαρία έγινε μιά άτακτη, έγινε μιά τριγυρίστρα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
E, αdεψούζη, μα συ 'ς τον Θεόν τζ̑ο φοβείσαι τζαι 'ς τα πεμεινά τζ̑ο ντρέπεσαι;
(Ε, ανάγωγε, μα εσύ δεν φοβάσαι τον Θεό και δεν ντρέπεσαι τους άλλους;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
αρσίζης, αζγούνης, άτσαλος, γαπάς :2, ζιανκιάρ