ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εξίκι (επίθ.) εξίκ' [eˈksik] Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ. εξίγι [eˈksiʝi] Σίλ. Νεότ. ουσ. ἐξίκι, το οπ. από το τουρκ. επίθ. eksik = α) λειψός β) ελαττωματικός.
1. Ως επίθ., λειψός, που δεν είναι ολόκληρος όπως αρμόζει ή θεωρείται κανονικό ό.π.τ. : Εξίκια λακουρντούγια με λαλείς (Μη λες υβριστικά λόγια) Ουλαγ. -Κεσ. || Φρ. Ισύ 'τοσαι εξίκ' (Εσύ είσαι λειψός˙ εσύ μας έλειπες τώρα) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. άσωστος, εξικλής, κιοτού, τσουρούκικος
2. Ως ουσ., έλλειψη ό.π.τ. : Εξίκια, γουσούρια έχουμ' τίποτες; (Έχουμε τίποτα ελλείψεις, ελαττώματα;) Σινασσ. -Τακαδόπ. Τούτα τα σεράια έμοιαζνασ̑ι βαβά του τα σεράια· άφηκι οπ' βαβά του τα σεράια ένα εξίγι, οπ' του φόβουν ντου μη του σκοτώσ̑ουσι (Αυτά τα παλάτια (που έχτιζε) έμοιαζαν με τα παλάτια του πατέρα του· άφηνε κάτι να λείπει σε σχέση με τα παλάτια του πατέρα του από τον φόβο του μην τον σκοτώσουν) Σίλ. -Dawk. Το σπίτ' μήνα το αφήκω μισέρ'· ούλα τα εξίκια τ', ούλα καλά πίτ'σαν' (Το σπίτι μην το αφήσω ημιτελές· όλα όσα του έλειπαν, όλα καλά τελείωσαν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811