ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εξάψαλμος (ουσ. αρσ.) εξάψαλμος [eˈksapsalmos] Γούρδ. 'ξάψαλμο [ˈksapsalmo] Αξ., Σινασσ. 'ξάψαλμου [ˈksapsalmu] Μαλακ. Μεσν. ουσ. ἐξάψαλμος, το οπ. από το α΄ συνθ. ἑξα- και το ουσ. ψαλμός. Η λ. από την εκκλ. παράδ.
Εξάψαλμος ό.π.τ. : Και γράφω και διεβάζω· το ψαλτήρ', το 'ξάψαλμο, το απόδειπνο, σαΐρ-σαΐρ (Ξέρω και να γράφω και να διαβάζω· το ψαλτήρι, τον εξάψαλμο, το απόδειπνο, από μέσα μου) Σινασσ. -Τακαδόπ.