εξάψαλμος
(ουσ. αρσ.)
εξάψαλμος
[eˈksapsalmos]
Γούρδ.
'ξάψαλμο
[ˈksapsalmo]
Αξ., Σινασσ.
'ξάψαλμου
[ˈksapsalmu]
Μαλακ.
Μεσν. ουσ. ἐξάψαλμος, το οπ. από το α΄ συνθ. ἑξα- και το ουσ. ψαλμός. Η λ. από την εκκλ. παράδ.
Εξάψαλμος
ό.π.τ.
:
Και γράφω και διεβάζω· το ψαλτήρ', το 'ξάψαλμο, το απόδειπνο, σαΐρ-σαΐρ
(Ξέρω και να γράφω και να διαβάζω· το ψαλτήρι, τον εξάψαλμο, το απόδειπνο, από μέσα μου)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.