εξιλντώ
(ρ.)
εξιλντού
[eksilˈdu]
Ουλαγ.
Αόρ.
εξίλτζ̑ησα
[eˈksildʒisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. eksilmek (αόρ. eksildi) = ελαττώνω. Πβ. νεότ. ρ. ἐξιλδίζω = α) μειώνομαι β) εξαφανίζομαι (Mackridge 2021: 111).
Λιγοστεύω
ό.π.τ.
:
Τρανούσ̑ι ότσ̑ι μέγα αλεφρού τα παρά εξιλτζ̑ήσασ̑ι
(Βλέπουν ότι τα χρήματα του μεγάλου αδερφού μειώθηκαν)
Σίλ.
-Dawk.
Συνών.
λιγεύω