ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λιγεύω (ρ.) λιγεύω [liˈʝevo] Αξ., Αραβαν., Φλογ. λι-εγεύω [lieˈʝevo] Φάρασ. Αόρ. λίγεψα [ˈliʝepsa] Φλογ. λίεψα [ˈliepsa] Αξ. Από το μεσν. ρ. ὀλιγεύω, το οπ. από το επίθ. ὀλίγος και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Ο τύπ. λιγεύω νεότ.
1. Μτβ., λιγοστεύω, ελαττώνω κάτι ό.π.τ. : Τα μινdάρια αποκάτω παίρ’ τα, πάλι ντε παίν’· τα γεμέκια λίεψεν dα, πάλι ντέ παίν’ (Του παίρνει αποκάτω του τα στρώματα (ενν. του μουσαφίρη), δεν φεύγει· του ελάττωσε τα γεύματα, πάλι δεν φεύγει) Αξ. -Dawk. Συνών. μικραίνω, λιγώνω
2. Αμτβ., λιγοστεύω, ελαττώνομαι ό.π.τ. : Το νερό λιγεύ' (Το νερό λιγοστεύει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Είδεν τι κι λι-έγεψαν οι μέρε τ'ς να χαθεί (Είδε ότι λιγόστεψαν οι μέρες της να πεθάνει) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. εξιλντώ
β. Ειδικότ., αδυνατίζω Αξ. : || Φρ. Λίγεψα ντυό ‘νgές (Λιγόστεψα δυο οκάδες ˙ έχασα δυο οκάδες σε βάρος, αδυνάτισα κατά δύο οκάδες) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.