λιγεύω
(ρ.)
λιγεύω
[liˈʝevo]
Αξ., Αραβαν., Φλογ.
λι-εγεύω
[lieˈʝevo]
Φάρασ.
Αόρ.
λίγεψα
[ˈliʝepsa]
Φλογ.
λίεψα
[ˈliepsa]
Αξ.
Από το μεσν. ρ. ὀλιγεύω, το οπ. από το επίθ. ὀλίγος και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Ο τύπ. λιγεύω νεότ.
2. Αμτβ., λιγοστεύω, ελαττώνομαι
ό.π.τ.
:
Το νερό λιγεύ'
(Το νερό λιγοστεύει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Είδεν τι κι λι-έγεψαν οι μέρε τ'ς να χαθεί
(Είδε ότι λιγόστεψαν οι μέρες της να πεθάνει)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
εξιλντώ
β.
Ειδικότ., αδυνατίζω
Αξ.
:
|| Φρ.
Λίγεψα ντυό ‘νgές
(Λιγόστεψα δυο οκάδες
˙
έχασα δυο οκάδες σε βάρος, αδυνάτισα κατά δύο οκάδες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.