μικραίνω
(ρ.)
μικραίνω
[miˈkreno]
Γούρδ.
μικρύνου
[miʹkrinu]
Τσελτ.
μικρυνίσ̑κω
[mikriˈniʃko]
Ανακ.
μικρυνίσ̑κου
[mikriˈniʃku]
Μισθ.
μικρυνίξω
[mikriˈniksο]
Μισθ.
μικρυγιανίσ̑κω
[mikriʝaˈniʃko]
Αξ.
Αόρ.
μικρυγιάνα
[mikriˈʝana]
Αξ.
Υποτ.
μικρυάνω
[mikriˈano]
Αξ.
Νεότ. ρ. μικραίνω, το οπ. από το μεταγν. ρ. μικρύνω. Οι τύποι σε -ίσκω από το ρ. μικρύνω και το επίθμ. -ίσκω, με εξαίρεση το μικρυγιανίσ̑κω, που σχηματίστηκε με βάση τον αόρ. μικρυγιάνα. Ο τύπ. μικρυνίξω με μετάθ. των [s] και [k].
1. Μτβ., κάνω κάτι μικρό, μειώνω, ελαττώνω κάτι ποσοτικά
ό.π.τ.
:
Τα ναίκες μικρυγιανίσ̑κ’νε τα χρόνια τ’νε
(Οι γυναίκες μικραίνουν τα χρόνια τους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Αμτβ., μικραίνω, γίνομαι μικρότερος σε μέγεθος, ποσότητα ή διάρκεια
ό.π.τ.
:
Ντου χειμό μικρυνίσ̑κ’ μέρα
(Τον χειμώνα μικραίνει η ημέρα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μικρυνίσ̑κουν τα μέρες
(Μικραίνουν οι ημέρες)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Προσβέλνιδι, 'νταρά 'νταρά μπιλά αν σ’ ειπούν πόσα χρονού ‘σι, γιάνι μικρυνίξεις;
(Προσβάλλεται, τώρα, τώρα ακόμη, άν σου πούνε πόσο χρονών είσαι, λές και μικραίνεις; )
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Αρχίνισε φέγγος μικρύνει
(Το φεγγάρι άρχισε να μικραίνει)
Τσελτ.
-ΚΜΣ-ΚΠ34
3. Μτφ., ταπεινώνομαι
Αξ.
:
Μικρυγιάνα ’ς χώρα κονdά
(Ταπεινώθηκα μπροστά στους ξένους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.