ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μικραίνω (ρ.) μικραίνω [miˈkreno] Γούρδ. μικρύνου [miʹkrinu] Τσελτ. μικρυνίσ̑κω [mikriˈniʃko] Ανακ. μικρυνίσ̑κου [mikriˈniʃku] Μισθ. μικρυνίξω [mikriˈniksο] Μισθ. μικρυγιανίσ̑κω [mikriʝaˈniʃko] Αξ. Αόρ. μικρυγιάνα [mikriˈʝana] Αξ. Υποτ. μικρυάνω [mikriˈano] Αξ. Νεότ. ρ. μικραίνω, το οπ. από το μεταγν. ρ. μικρύνω. Οι τύποι σε -ίσκω από το ρ. μικρύνω και το επίθμ. -ίσκω, με εξαίρεση το μικρυγιανίσ̑κω, που σχηματίστηκε με βάση τον αόρ. μικρυγιάνα. Ο τύπ. μικρυνίξω με μετάθ. των [s] και [k].
1. Μτβ., κάνω κάτι μικρό, μειώνω, ελαττώνω κάτι ποσοτικά ό.π.τ. : Τα ναίκες μικρυγιανίσ̑κ’νε τα χρόνια τ’νε (Οι γυναίκες μικραίνουν τα χρόνια τους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Αμτβ., μικραίνω, γίνομαι μικρότερος σε μέγεθος, ποσότητα ή διάρκεια ό.π.τ. : Ντου χειμό μικρυνίσ̑κ’ μέρα (Τον χειμώνα μικραίνει η ημέρα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μικρυνίσ̑κουν τα μέρες (Μικραίνουν οι ημέρες) Ανακ. -Κωστ.Α. Προσβέλνιδι, 'νταρά 'νταρά μπιλά αν σ’ ειπούν πόσα χρονού ‘σι, γιάνι μικρυνίξεις; (Προσβάλλεται, τώρα, τώρα ακόμη, άν σου πούνε πόσο χρονών είσαι, λές και μικραίνεις; ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Αρχίνισε φέγγος μικρύνει (Το φεγγάρι άρχισε να μικραίνει) Τσελτ. -ΚΜΣ-ΚΠ34
3. Μτφ., ταπεινώνομαι Αξ. : Μικρυγιάνα ’ς χώρα κονdά (Ταπεινώθηκα μπροστά στους ξένους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.