μίλι
(ουσ. ουδ.)
μίλι
[ˈmili]
Φάρασ.
μίλ'
[mil]
Αξ.
μιλί
[miˈli]
Σίλ.
Πληθ.
μιλιά
[miˈʎa]
Σίλ.
Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. mil (< αραβ. mīl, το οπ. από το αρχ. ουσ. μήλη, Tietze 2018, λ. mil II) = α) λεπτή μεταλλική ράβδος για διάφορες χρήσεις β) διαλεκτικώς, βελόνα.