μινασίπι
(επίθ.)
μινασίπιν
[minaˈsipin]
Σίλ.
μινασίπι
[minaˈsipi]
Σίλ.
μινασίbιν
[minaˈsibin]
Ουλαγ.
μινασούπι
[minaˈsupi]
Φάρασ.
μινασι̂́π'
[minaˈsɯp]
Αξ., Μαλακ., Ουλαγ.
Από το τουρκ. επίθ. münasip = κατάλληλος, όπου και διαλεκτ. τύπ. minasip.
1. Κατάλληλος
ό.π.τ.
:
Ντο μινασίbιν ντο κανείς
(Ο κατάλληλος άνθρωπος)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τὄνα μας να ντοικηχεί· μινασίπ εσ̑ύ
(Ο ένας μας πρέπει να παντρευτεί· κατάλληλος είσαι εσύ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μινασίπιν τζογάπιν 'ναι, είπαμι
(Σωστή συμβουλή είναι, είπαμε)
Σίλ.
-Καρίπ.
Συνών.
ορθός :3
2. Ικανός
Φάρασ.