ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μινασίπι (επίθ.) μινασίπιν [minaˈsipin] Σίλ. μινασίπι [minaˈsipi] Σίλ. μινασίbιν [minaˈsibin] Ουλαγ. μινασούπι [minaˈsupi] Φάρασ. μινασίπ' [minaˈsɯp] Αξ., Μαλακ., Ουλαγ. Από το τουρκ. επίθ. münasip = κατάλληλος, όπου και διαλεκτ. τύπ. minasip.
1. Κατάλληλος ό.π.τ. : Ντο μινασίbιν ντο κανείς (Ο κατάλληλος άνθρωπος) Ουλαγ. -Κεσ. Τό 'να μας να ντοικηχεί. Μινασίπ εσ̑ύ (Ο ένας μας πρέπει να παντρευτεί. Κατάλληλος είσαι εσύ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Μινασίπιν τζογάπιν 'ναι, είπαμι (Σωστή συμβουλή είναι, είπαμε) Σίλ. -Καρίπ. Συνών. ορθός
2. Ικανός Φάρασ.