μίλι ( ουσ. ουδ.
)
μίλι
[ˈmili]
Φάρασ.
μίλ'
[mil]
Αξ.
μιλί
[miˈli]
Σίλ.
Πληθ.
μιλιά
[miˈʎa]
Σίλ.
...
μιλιά
(ουσ. θηλ.)
μιλιά
[miˈʎa]
Ανακ.
Από το αρχ. ουσ. ὁμιλία > μεσν. μιλία. Ο τύπ. μιλιά νεότ.
Η ομιλία, η ικανότητα να μιλά κάποιος
:
Και κείνος καθόλου δε μίλανεν, κατάλαβεν που ήτον σ̑ιφότης να πάρ’ τη μιλιά τ’
((και εκείνος καθόλου δεν μιλούσε, κατάλαβε ότι ήταν καλικάντζαρος και θα του έπαιρνε την φωνή του)
Ανακ.
-Κωστ.Α.