ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μιλώ (ρ.) μιλώ [miˈlo] Σίλ., Τροχ. Παρατατ. μίλανα [ˈmilana] Ανακ., Μισθ., Φλογ. Παρατατ. εμίλεινα [eˈmilina] Τελμ. Παρατατ. μίλεινα [ˈmilina] Αξ., Τελμ. μιλέισκα [miˈleiska] Αραβ. Αόρ. μίλησα [ˈmilisa] Ανακ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ. μίλ̑’σα [ˈmiʎsa] Σίλ. Μεσν. ρ. μιλῶ, -εῖς, το οπ. από το αρχ. ρ. ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι. Ὁ τύπ. μιλώ (-άς, -α) νεότ., με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άω λόγω της ομοηχίας των αορ. δομών σε [isa] των ρ. σε -έω-ῶ και -άω-ῶ
1. Αρθρώνω λόγο ό.π.τ. : Έκλωσα το κλειδί σο στόμα του ομbρό και ό,τι ηύρα διέβασα και μίλησε (γύρισα το κλειδί μπροστά στο στόμα του, είπα όποια προσευχή βρήκα πρόχειρη και (ενν. το παιδί) μίλησε) Ανακ. -Κωστ.Α. Του να μιλήσ' το παιδί ασ' σο νανούδ' μπελλί 'ναι (Το παιδί που θα μιλήσει φαίνεται από την κούνα του) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πήρε το σκυλί και το έφερεν ’ς την Πενdάμορφη, εκεί τότες εκείν’ καθόλου δεν μίλησεν (((Η Μαρκάλα) πήρε το σκυλί και το έφερε στην Πεντάμορφη, εκεί τότε εκείνη καθόλου δεν μίλησε) Σινασσ. -Αρχέλ. Ούτε λαλεί, ούτε μιλά, ούτε πορπατεί (Ούτε μιλάει, ούτε λαλάει, ούτε περπατάει) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Φρ. Πούρμι να μιλήσουν (Πριν ακόμη μιλήσουν˙ το πρωί) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Μιλώ, απευθύνω τον λόγο, και κατ' επέκτ. συνομιλώ ό.π.τ. : Χήρεψα και τον πεθερό μου ακόμη δεν το μίλανα (Έμεινα χήρα και στον πεθερό μου ακόμη δεν απηύθυνα λόγο, ενν. από σεβασμό) Ανακ. -Κωστ.Α. Και συ άμα κοιτάξεις το κορίτσ’ να μιλήσεις· εμείς αρέσαμ’ το, και συ να τ’ αρέσεις (Και συ άμα κοιτάξεις το κορίτσι να μιλήσεις· εμάς μας άρεσε, κι εσένα να σου αρέσει) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Φρ. Μι τ’ άστρα μίλαναν (Με τα άστρα μιλούσαν˙ το έλεγαν επειδή βάσει των αστερισμών καταλάβαιναν την ώρα της ημέρας) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. γκελετζεύω :1, λαλώ, λέγω, μιλέκνω :1
3. Ανταπαντώ ή αντιμιλώ σε κάποιον Μισθ. : Κοριτσιού μάνα ’ναι, ας πει κάτι, ισ̑ύ μη μιλάς (Η μάνα του κοριτσιού είναι, ας πει κάτι, εσύ μην απαντάς) Μισθ. -Κωστ.Μ. Όποιος μίλανε, ερχούτανε μέσα, σήκωνε το τσιακούρ’ για να μας σκοτώσει (Όποιος μιλούσε, (ο Τούρκος) ερχότανε μἐσα, σήκωνε το τσεκούρι για να μας σκοτώσει) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β
4. Μιλάω σε μιά γλώσσα Αξ., Τελμ. : Στο πατρίδα μας μιλείναμε παλιό ελληνικά (Στην πατρίδα μας μιλούσαμε παλιά ελληνικά) Αξ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Χριστιανοί αν εμίλειναν τη μητρική Τούρκοι δε μας κάνισκαν τίποτα, αμά να μη τα κάνωμε να θυμώσουν μίληναμ' τουρκικά (Οι χριστιανοί αν μιλούσαν την μητρική (γλώσσα), οι Τούρκοι δεν μας έκαναν τίποτα, αλλά για να τους κάνουμε να θυμώσουν, μιλούσαμε στα τουρκικά) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.