μικρός
(επίθ.)
μικρός
[miˈkros]
Σίλ.
μικρόν
[miˈkron]
Αξ., Ουλαγ.
μικρό
[miˈkro]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., κ.α., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ.
Γεν. Εν.
μικρού
[miˈkru]
Καππ.
μικρονού
[mikroˈnu]
Αξ., Σίλατ., Σίλ.
μικροριού
[mikroʹrʝu]
Αραβαν.
Θηλ.
μικρή
[miˈkri]
Αξ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ.
μικρά
[miˈkra]
Καππ.
Ουδ. Πληθ.
μικρά
[miˈkra]
Καππ.
Αρχ. επίθ. μικρός. O Dawkins (1916: 115) σημειώνει ότι όταν χρησιμοποιείται ουσιαστικοποιημένο ή με παράλειψη του ουσ., κλίνεται ως ουσ., εξ ού οι τύπ. γεν. μικρονού, μικροριού.
1. Για έμψυχο, μικρός, νεαρός σε ηλικία
ό.π.τ.
:
Ντο μικρόν ντo φσ̑άχ'
(Το μικρό το παιδί)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Μικρό κοκονό
(Μικρός πετεινός, πετεινάρι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πότε ήταμαι μικρό, πήα σο σκολειό
(Όταν ήμουν μικρή, πήγαινα στο σχολείο)
Ανακ.
-Cost.
Σαμού ήμουν μικρή σο χωριό, πααίνκαμ' μο τ’ άλλα τα φσ̑όκκα να βοστσήσω τα πράματα
(Όταν ήμουν μικρή στο χωριό, πηγαίναμε με τα άλλα παιδιά να βοσκήσω τα πρόβατα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Γιάβρου μ’, εσ̑ύ μικρό ένα κορίτσ̑', πούγε πορείς και παίρνεις μαναχό σ’;
(Παιδί μου, εσύ ένα μικρό κορίτσι, πώς μπορείς να πάς μόνη σου;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ερόδουν κουρφάς ένα φίι τσι τρώιξιν ντα μικρά δα πουλιά τ’
(Ερχὀταν κρυφἀ ἐνα φίδι και έτρωγε τα μικρά πουλιά της)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ούλους τους Χριστιάνηροι σε τους κόψω, μικροί μεγάλοι
(Όλους τους Χριστιανούς θα του σφάξω, μικρούς και μεγάλους)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μικρή μικρή σ̑ήρεψε
(Χήρεψε σε νεαρή ηλικία)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Μἀνα τ’ σκοτούσάν ντου μικρό
(Την μάνα του την σκότωσαν μικρή)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Το μικρόν το παιγί
(Το μικρό παιδί˙ συνθηματ. ενώπιον Τούρκων, η Ελλάδα)
Αξ.
-Μαυροχ.
|| Παροιμ.
Το αγκάθ’ από μικρό κενdά
(Το αγκάθι τσιμπάει από μικρό˙ ο κακός χαρακτήρας φαίνεται ήδη από την παιδική ηλικία)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Ο Κωνσταντίνος ο μικρός, ο μικρός ο Κωνσταντίνος,
στα πέντε ζώστη το σπαθί, στα έξι το κοντάρι (Ο Κωνσταντίνος ο μικρός, ο μικρός Κωνσταντίνος,
στα πέντε ζώστηκε το σπαθί, στα έξι το κοντάρι) Σινασσ. -Lag.
στα πέντε ζώστη το σπαθί, στα έξι το κοντάρι (Ο Κωνσταντίνος ο μικρός, ο μικρός Κωνσταντίνος,
στα πέντε ζώστηκε το σπαθί, στα έξι το κοντάρι) Σινασσ. -Lag.
β.
Ειδικότ., συχνά με παράλειψη του προσδιοριζόμενου, ο νεότερος ανάμεσα σε μιά ομάδα ανθρώπων ή το μικρότερο παιδί μιας οικογένειας
Ανακ., Αξ., Γούρδ., κ.α.
:
Ένα πατισ̑άχος αν το μικρό να το ντοικίσ̑’
(Ένας βασιλιάς θα πάντρευε το μικρότερο του παιδί
)
Γούρδ.
-Dawk.
Ήρτεν τ’ μικρονού το σι̂ρά
(Ήρθε του πιο μικρού η σειρά
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Και κοιμήθηκε αν μικρονού σο στρώσ’
(Και κοιμήθηκε στο κρεββάτι του μικρότερου
)
Σίλατ.
-Dawk.
|| Φρ.
Μικρό νύφ’
(Μικρότερη νύφη
˙
η νεότερη νύφη όπως την αποκαλούσαν οι μεγαλύτερες νύφες που ζούσαν στο ίδιο σπίτι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Μικρό τσιτσά μ’
(Η μικρότερη αδερφή μου
˙
η νεὀτερη αδελφή όπως την αποκαλούσαν οι μεγαλύτερες)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
γ.
Ειδικότ., το ουδ. συχνά με παράλειψη του προσδιοριζόμενου, το μικρό παιδί ή το μικρό ζώο
Ανακ., Αξ., Γούρδ., κ.α., Σινασσ.
:
Τα μικρά είπαν: «dέ ‘ν’ ε’ώ κανείς»
(Τα μικρά παιδιά είπαν: «Εδὠ δεν είναι κανείς»
)
Αξ.
-Dawk.
Με κλαις μικρό μ’, να έρτ’ μπασ̑ά σ’ να σι φέρ’ μήλα τσ̑ι καρύια
(Μην κλαις μικρό μου, θα έρθει ο θείος σου και να σου φέρει μήλα και καρύδια
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Άμα εύρεις κανείνα σπόρος, καλείς κοντά σ' τα μικρά σ' με το κακάνισμα σ'
(Άμα βρεις κανένα σπόρο, καλείς κοντά σου τα μικρά σου με το κακάρισμά σου
)
Γούρδ.
-Καράμπ.
|| Ασμ.
Που δώκες το κορίτσι μου κάτω μακρά στα ξένα
και το μικρό μ' εσκότωσες για του παπά την κόρη (Που έδωσες το κορίτσι μου κάτω μακριά στα ξένα
Και το μικρό μου σκότωσες για του παπά την κόρη) Σινασσ. -Λεύκωμα
και το μικρό μ' εσκότωσες για του παπά την κόρη (Που έδωσες το κορίτσι μου κάτω μακριά στα ξένα
Και το μικρό μου σκότωσες για του παπά την κόρη) Σινασσ. -Λεύκωμα
2. Μικρός σε μέγεθος, ποσότητα ή διάρκεια
ό.π.τ.
:
Μικρό τσ̑αdίρ'
(Μικρή σκηνή)
Γούρδ.
-Dawk.
Μικρό μ’ ντου νταχτύλ’
(Το μικρό μου δάχτυλο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πήγεν σ’ ένα μικρό χωριός
(Πήγε σ' ένα μικρό χωριό)
Τελμ.
-Dawk.
Αυτά τα τέκνα βέμbει τα στ’ αμπέλια να φέρουσ̑ι μικρά ξ̑ύλα
(Αυτά τα παιδιά τα στέλνει στα αμπέλια να φέρουν μικρά ξύλα)
Σίλ.
-Dawk.
Έπιενε ασ' σο μικρό το ποτήρ' κρασ̑ί
(Έπινε από το μικρό ποτήρι κρασί)
Σίλατ.
-Dawk.
Είπαν […] να ντώκουν ετιά κοριτσ̑ού τα χέρια ένα μικρό σ̑ισ̑έ ζεχίρ
(είπαν […] να δώσουν στου κοριτσιού τα χέρια ένα μικρό μπουκάλι φαρμάκι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Απ' ουλ-λανού μας dα σπίτια μικρό τιτιαρώ 'νι
(Από ολονών μας τα σπίτια αυτών είναι το πιο μικρό)
Μισθ.
-Φατ.
Ντου χειμό μέρα τσ̑είδι μικρό
(Τον χειμώνα η ημέρα είναι μικρή)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Είχανε και έναν μικρόν εκκλεσιά
(Είχανε και μιά μικρή εκκλησία)
Αξ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Λάϊμις με ένα αλέτρι μικρό
(Όργωνες με ένα μικρό αλέτρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Φένgος μικρό
(μικρό φεγγάρι˙ η νέα σελήνη)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Το μικρό τ’ νουνγιά
(Η μικρή ουγγιά˙ μονάδα βάρους ισοδύναμη με 200 δράμια, μισή οκά)
Αξ.
-Μαυροχ.
|| Ασμ.
Έλειψε του μικρού του Κωνσταντίνου το μικρό το δακτυλίτζι
(Έλειψε του μικρού του Κωνσταντίνου το μικρό το δαχτυλάκι)
Τελμ.
-Lag.
β.
Η λ. σε τοπωνύμια
Αξ.
:
Το Μικρόν τ’ αλών’
(Το Μικρό Αλώνι
)
Αξ.
-Μαυροχ.
3. Μικρός σε αξία ή σημασία, δευτερεύων
Ανακ., Αξ., κ.α.
:
Τασ̑ύ μικρό γιορτή ’ναι
(Αύριο είναι μικρή γιορτή)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Φρ.
Μικρή Σαρακοσ̑τή
(Μικρή Σαρακοστή˙ η Σαρακοστή των Χριστουγέννων γιατί σε αντίθεση με την Σαρακοστή του Πάσχα ήταν λιγότερο αυστηρή, αφού επιτρεπόταν η κατάλυση ψαριού)
Αξ.
-Μαυροχ.
4. Μικρός σε ένταση, ελαφρός
Μισθ.
:
Μικρό κίρυος
(ελαφρύ κρυο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
5. Το ουδ. ως ουσ., συνθηματικά, η Ελλάδα
Φλογ.