μίγω
(ρ.)
μίγω
[ˈmiɣo]
Αραβαν., Μαλακ.
μίγου
[ˈmiɣu]
Μισθ.
Αόρ.
έμιξα
[ʹemiksa]
Μαλακ., Μισθ.
Παθ.
μιγιέμι
[miʹʝemi]
Μισθ.
Αόρ.
μίχτηκα
[ˈmixtika]
Τσελτ.
μιχτήχα
[miʹxtixa]
Μισθ.
Μεσν. ρ. μίγω = αναμειγνύω από αρχ. ρ. μείγνυμι. Πβ. και αρχ. μίσγω.
Πβ.
σμίγω
1. Αναμειγνύω ένα υλικό με κάποιο άλλο
ό.π.τ.
:
Του γέλλ'μα, ντου ροφ', ντου φακούι, του πιλιάρ', να του μίξου
(το σιτάρι, το ρόβι, τα φασόλια, το κριθάρι να τα αναμείξω)
Μισθ.
-Dawk.
2. Σμίγω, ενώνω
Μισθ.
:
Να πας να τα μίξεις 'ς το τσ̑οπάν’ να βοσ̑κηχούν
(Να πας (ενν. τα πρόβατα) να τα σμίξεις με του τσοπάνη να βοσκήσουν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ιτό ντε μιγιέδι μι άλλα ιντσ̑ανιούς
(Αυτός δεν σμίγει, δεν ανακατεύεται με άλλους ανθρώπους)
Μισθ.
-Μακρ.
3. Mεσοπαθ., συμφιλιώνομαι
Τσελτ.
:
Όλοι μας μίχτηκαμ'
(Όλοι μας συμφιλιωθήκαμε)
-ΚΜΣ-ΚΠ37