ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μίγω (ρ.) μίγω [ˈmiɣo] Αραβαν., Μαλακ. μίγου [ˈmiɣu] Μισθ. Αόρ. έμιξα [ʹemiksa] Μαλακ., Μισθ. Παθ. μιγιέμι [miʹʝemi] Μισθ. Αόρ. μίχτηκα [ˈmixtika] Τσελτ. μιχτήχα [miʹxtixa] Μισθ. Μεσν. ρ. μίγω = αναμειγνύω από αρχ. ρ. μείγνυμι. Πβ. και αρχ. μίσγω. Πβ. σμίγω
1. Αναμειγνύω ένα υλικό με κάποιο άλλο ό.π.τ. : Του γέλλ'μα, ντου ροφ', ντου φακούι, του πιλιάρ', να του μίξου (το σιτάρι, το ρόβι, τα φασόλια, το κριθάρι να τα αναμείξω) Μισθ. -Dawk.
2. Σμίγω, ενώνω Μισθ. : Να πας να τα μίξεις 'ς το τσ̑οπάν’ να βοσ̑κηχούν (Να πας (ενν. τα πρόβατα) να τα σμίξεις με του τσοπάνη να βοσκήσουν) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ιτό ντε μιγιέδι μι άλλα ιντσ̑ανιούς (Αυτός δεν σμίγει, δεν ανακατεύεται με άλλους ανθρώπους) Μισθ. -Μακρ.
3. Mεσοπαθ., συμφιλιώνομαι Τσελτ. : Όλοι μας μίχτηκαμ' (Όλοι μας συμφιλιωθήκαμε) -ΚΜΣ-ΚΠ37