ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μητέρα (ουσ. θηλ.) μητέρα [miˈtera] Γούρδ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ. Κλητ. μήτερ [ˈmiter] Σίλ. Μεσν. ουσ. μητέρα, το οπ. από το αρχ. ουσ. μήτηρ.
Μητέρα ό.π.τ. : Μητέρα τ' κλαίισ̑κε (Η μητέρα του έκλαιγε) Φερτάκ. -Dawk. Ήσαν τρία παιριά κι ένα μητέρα κι ένα πατέρα (Ήταν τρία παιδιά και μία μητέρα και ένας πατέρας) Γούρδ. -Dawk. Και πατέρα μ’ ήτον Δηλενός και μητέρα μ’ ήτον Ανακιώτισσα (Και ο πατέρας μου ήταν από τη Δήλα και η μητέρα μου ήταν από την Ανακού) Ανακ. -Cost. Μήτε, μήτερ, γέλα, ξέβα (Μητέρα, μητέρα, έλα, έβγα έξω) Σίλ. -Pernot.Gall. Μητέρα σας τσ̑öσμέν 'νι (Η μητέρα σας είναι στη βρύση) Σίλ. -Pernot.Gall. Έρσ̑ιτι μητέρα μας, ρώνει μας ένα καλό καλό ξύλου πάλι, σε σογουκλαΐσουμι (Έρχεται η μητέρα μας, μας δίνει ένα καλό ξύλο πάλι, (γιατί φοβόταν ότι) θα κρυώσουμε)) Σίλ. -Κωστ.Σ. Άγκα, άγκα, πιτάζω σας την μητέρα μ' (Όχι, όχι, σας στέλνω την μητέρα μου) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. ανά, μάνα, νινέ, μαμμά :1