μιγιαντζής
(ουσ. αρσ.)
μιγιαντζής
[miʝanˈdzis]
Μαλακ.
μιεντζ̑ής
[mienʹdʒis]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. meyancı = μεσάζων.
Μεσολαβητής
ό.π.τ.