μικρίτσικος
(επίθ.)
μικρίτσικος
[miˈkritsikos]
Φλογ.
μικρίτσικου
[miˈkritsiku]
Μισθ.
μικρίσ̑κο
[miˈkriʃko]
Αραβαν.
Από το επίθ. μικρός και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσικος.
Πολύ μικρός σε μέγεθος
ό.π.τ.
:
Έχου ’να μικρίτσικου αϊνά για να ξουριζιέμι
(Έχω ένα μικρούτσικο καθρέφτη για να ξυρίζομαι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μποίκι τσ̑' ένα μικρό, μποίκι τσ̑' ένα πιο μικρίτσικου, λωώ
(Έφτιαξε και ένα μικρό, έφτιαξε και ένα πιο μικρούτσικο, λέω εγώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
μικρούτσικος, μιτσίκκος, μιτσίτσικος