ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μικρίτσικος (επίθ.) μικρίτσικος [miˈkritsikos] Φλογ. μικρίτσικου [miˈkritsiku] Μισθ. μικρίσ̑κο [miˈkriʃko] Αραβαν. Από το επίθ. μικρός και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσικος.
Πολύ μικρός σε μέγεθος ό.π.τ. : Έχου ’να μικρίτσικου αϊνά για να ξουριζιέμι (Έχω ένα μικρούτσικο καθρέφτη για να ξυρίζομαι) Μισθ. -Κοτσαν. Μποίκι τσ̑' ένα μικρό, μποίκι τσ̑' ένα πιο μικρίτσικου, λωώ (Έφτιαξε και ένα μικρό, έφτιαξε και ένα πιο μικρούτσικο, λέω εγώ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. μικρούτσικος, μιτσίκκος, μιτσίτσικος