μιλέκνω
(ρ.)
μιλέκνω
[miˈlekno]
Ανακ., Σινασσ.
Αόρ.
μίλεξα
[ˈmileksa]
Σινασσ.
Πιθ. από το ρ. μιλώ με ανάπτυξη [n] αναλογ. κατά τα θέκνω, φυλέκνω (Costakis 1964: 29).
2. Φιλονικώ, μαλώνω
Ανακ., Σινασσ.
:
Τα κάτες μιλέκνουν στα κεραμίτια
(Οι γάτες τσακώνονται στα κεραμίδια)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Χόλιασενdο και μίλεξαν
(Θύμωσε και μάλωσαν)
Ανακ.
-Αρχέλ.
Συνών.
μαρκαλώνω
3. Επιπλήττω
Σινασσ.
:
Τον μίλεξεν για την αφοβιά τ'
(Τον επέπληξε για το παράτολμο θάρρος του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Η σκυλοφάγητη η πεθερά μ', άργησες τεγί, θα με μιλέξ'
(Η καταραμένη η πεθερά μου, τάχα μου επειδή άργησα, θα με μαλώσει)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
αζαρλαντίζω :1, λαλώ, μαρκαλώνω, νταριλντίζω :2