μικρούτσικος
(επίθ.)
μικρούτσικο
[miˈkrutsiko]
Γούρδ., Σινασσ.
μικρούτσ̑ικο
[miˈkrutʃiko]
Σίλατ., Φλογ.
μικρούτσικου
[miˈkrutsiku]
Μαλακ., Μισθ.
Μεσν. επίθ. μικρούτσικος (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το επίθ. μικρός και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος.
1. Mικρός σε ηλικία
ό.π.τ.
:
’πόμεν ντο μικρούτσ̑ικο φσ̑άχ'
(Έμεινε (χωρίς εργασία) το πιο μικρό παιδί)
Φλογ.
-Dawk.
Bάι γουζούμ, μικρό μικρούτσικο 'πίταξές το και πήγεν το καημένο
(Αλίμονο το παιδάκι μου, μικρό μικρούτσικο το έστειλες και πήγε το καημένο, ενν. μετανάστης στην Πόλη)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Ασμ.
Ένα μικρό μικρούτζικο πανώριο παλληκάρι
εν’ άδικον τον έβαλαν, να πάρουν την καλήν του (Ένα μικρό μικρούτσικο πανέμορφο παλληκάρι,
του έκαναν μιά αδικία, να πάρουν την αγαπημένη του) Σινασσ. -Lag. Συνών. μικρίτσικος, μιτσίκκος
εν’ άδικον τον έβαλαν, να πάρουν την καλήν του (Ένα μικρό μικρούτσικο πανέμορφο παλληκάρι,
του έκαναν μιά αδικία, να πάρουν την αγαπημένη του) Σινασσ. -Lag. Συνών. μικρίτσικος, μιτσίκκος
2. Πολύ μικρός σε μέγεθος
ό.π.τ.
:
Κιαβουριού το χέρ' είναι μικρούτσικο, μισή οκά δεν έριται
(Του άπιστου το χέρι είναι πολὐ μικρό, δεν πάει ούτε μισή οκά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Ιτούρα σ̑άνιξάμ' ντα μικρούτσικα, λέιξάμ' ντα μπίλις
(Αυτά τα κάναμε μικρούτσικα, τα λέγαμε μπίλιες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
μικρίτσικος, μιτσίκκος, μιτσίτσικος