ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μικρούτσικος (επίθ.) μικρούτσικο [miˈkrutsiko] Γούρδ., Σινασσ. μικρούτσ̑ικο [miˈkrutʃiko] Σίλατ., Φλογ. μικρούτσικου [miˈkrutsiku] Μαλακ., Μισθ. Μεσν. επίθ. μικρούτσικος (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το επίθ. μικρός και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος.
1. Mικρός σε ηλικία ό.π.τ. : ’πόμεν ντο μικρούτσ̑ικο φσ̑άχ' (Έμεινε (χωρίς εργασία) το πιο μικρό παιδί) Φλογ. -Dawk. Bάι γουζούμ, μικρό μικρούτσικο 'πίταξές το και πήγεν το καημένο (Αλίμονο το παιδάκι μου, μικρό μικρούτσικο το έστειλες και πήγε το καημένο, ενν. μετανάστης στην Πόλη) Σινασσ. -Λεύκωμα || Ασμ. Ένα μικρό μικρούτζικο πανώριο παλληκάρι
εν’ άδικον τον έβαλαν, να πάρουν την καλήν του
(Ένα μικρό μικρούτσικο πανέμορφο παλληκάρι,
του έκαναν μιά αδικία, να πάρουν την αγαπημένη του)
Σινασσ. -Lag.
Συνών. μικρίτσικος, μιτσίκκος
2. Πολύ μικρός σε μέγεθος ό.π.τ. : Κιαβουριού το χέρ' είναι μικρούτσικο, μισή οκά δεν έριται (Του άπιστου το χέρι είναι πολὐ μικρό, δεν πάει ούτε μισή οκά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Ιτούρα σ̑άνιξάμ' ντα μικρούτσικα, λέιξάμ' ντα μπίλις (Αυτά τα κάναμε μικρούτσικα, τα λέγαμε μπίλιες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. μικρίτσικος, μιτσίκκος, μιτσίτσικος