ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μικροσύνη (ουσ. θηλ.) μικροσ̑ύν' [mikroˈʃin] Αξ. μικροψ̑ύμ’ [mikroˈpʃim] Αραβαν. Πληθ. μικροσ̑ύνια [mikroˈʃiɲa] Αξ. μικροψ̑ύμια [mikroˈpʃimɲa] Αξ. Από το επίθ. μικρός και το παραγωγ. επίθμ. -σύνη.
1. Νεότητα, παιδική ηλικία Αξ.
2. Μικροπρέπεια, μικροψυχία Αραβαν. : Ετό το ζάεις μικροψ̑ύμ’ ’ναι (Αυτό που κάνεις είναι μικροπρέπεια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πβ. μεγαλοσύνη