μικροσύνη
(ουσ. θηλ.)
μικροσ̑ύν'
[mikroˈʃin]
Αξ.
μικροψ̑ύμ’
[mikroˈpʃim]
Αραβαν.
Πληθ.
μικροσ̑ύνια
[mikroˈʃiɲa]
Αξ.
μικροψ̑ύμια
[mikroˈpʃimɲa]
Αξ.
Από το επίθ. μικρός και το παραγωγ. επίθμ. -σύνη.
1. Νεότητα, παιδική ηλικία
Αξ.
2. Μικροπρέπεια, μικροψυχία
Αραβαν.
:
Ετό το ζάεις μικροψ̑ύμ’ ’ναι
(Αυτό που κάνεις είναι μικροπρέπεια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πβ.
μεγαλοσύνη