μιζράχι
(ουσ. ουδ.)
μιζράχ̇ι
[mizˈraxi]
Φάρασ.
μι̂ζτράχ'
[mɯzʹtrax]
Φλογ.
μιντσιράχ̇ι
[mintsiˈraxɯ]
Αφσάρ.
μανdζιράχ̇ι
[mandziˈraxɯ]
Αφσάρ.
Από το νεότ. ουσ. μιζράκι, το οπ. από το τουρκ. mızrak = ακόντιο, λόγχη, όπου και διαλεκτ. τύπ. mızrah και mızırah. Πβ. ποντ. μιζτράχιν.
1. Aκόντιο
ό.π.τ.
:
Όλιος ανέβεν τρία μι̂ζτράχ̇ια
(Ο ήλιος ανέβηκε τρία ακόντια (μέτρηση χρόνου ανάλογα με το ύψος του ήλιου))
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361