ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μιζράχι (ουσ. ουδ.) μιζράχ̇ι [mizˈraxi] Φάρασ. μι̂ζτράχ' [mɯzʹtrax] Φλογ. μιντσιράχ̇ι [mintsiˈraxɯ] Αφσάρ. μανdζιράχ̇ι [mandziˈraxɯ] Αφσάρ. Από το νεότ. ουσ. μιζράκι, το οπ. από το τουρκ. mızrak = ακόντιο, λόγχη, όπου και διαλεκτ. τύπ. mızrah και mızırah. Πβ. ποντ. μιζτράχιν.
1. Aκόντιο ό.π.τ. : Όλιος ανέβεν τρία μι̂ζτράχ̇ια (Ο ήλιος ανέβηκε τρία ακόντια (μέτρηση χρόνου ανάλογα με το ύψος του ήλιου)) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
2. Αιχμή της βουκέντρας ό.π.τ. Συνών. ξιβίντιρι
3. Ξυράφι Φάρασ. Συνών. ιφλάχι, ξουράφι