ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξουράφι (ουσ. ουδ.) ξουράφ' [ksuˈraf] Ανακ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. ξ̑ουράφ' [kʃuˈraf] Τελμ. ξουράβ' [ksuˈrav] Αξ. Από το μεταγν. ουσ. ξυράφιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ξυρόν. Ο τύπ. ξουράφι μεσν.
Ξυράφι, λεπτή κοφτερή λεπίδα ό.π.τ. : Τσίτα τ' ράχη τ' μι ντου ξουράφ΄ (Κόψε την πλάτη του με το ξυράφι) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ιφλάχι :2, μιζράχι