ξουράφι
(ουσ. ουδ.)
ξουράφ'
[ksuˈraf]
Ανακ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
ξ̑ουράφ'
[kʃuˈraf]
Τελμ.
ξουράβ'
[ksuˈrav]
Αξ.
Από το μεταγν. ουσ. ξυράφιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ξυρόν. Ο τύπ. ξουράφι μεσν.