ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξουράφι (ουσ. ουδ.) ξουράφι [ksuʹrafi] Φάρασ. ξουράφ' [ksuˈraf] Ανακ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. ξ̑ουράφ' [kʃuˈraf] Τελμ. ξουράβ' [ksuˈrav] Αξ. Από το μεταγν. ουσ. ξυράφιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ξυρόν. Ο τύπ. ξουράφι μεσν.
1. Ξυράφι, λεπτή κοφτερή λεπίδα ό.π.τ. : Τσίτα τ' ράχη τ' μι ντου ξουράφ΄ (Κόψε την πλάτη του με το ξυράφι) Μισθ. -Κοτσαν. Εκεί αν μπες σο κοριτσ̑ιού σ̑η θύραν εμbρό έν’ ένα μέγα τσ̑αι̂́ρ και γούλο ξ̑ουράφια και μαχαίρια ’ναι (Όταν πας εκεί, μπροστά στου κοριτσιού την πόρτα είναι ένα μεγάλο λιβάδι γεμάτο με ξυράφια και μαχαίρια) Τελμ. -Dawk. Συνών. ιφλάχι :2, μιζράχι
2. Μτφ., λωποδύτης Φλογ. : Έχ ΄να παιδί, είναι ξουράφ' (Έχει ένα παιδί, είναι λωποδύτης) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
Τροποποιήθηκε: 12/08/2025