ξουντούρτημα
(ουσ. ουδ.)
ξ̑ουνdούρτημα
[kʃunˈdurtima]
Μισθ.
Από το ρ. ξιντιρντίζω, όπου και τύπ. ξουνdουρντίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Παρότρυνση
Τροποποιήθηκε: 18/06/2025