ξουντούρτημα
(ουσ. ουδ.)
ξ̑ουνdούρτημα
[kʃunˈdurtima]
Μισθ.
Από το ρ. ξιντιρτίζω, όπου και τύπ. ξουνdουρτίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Παρότρυνση