ξόδι
(ουσ. ουδ.)
ξόδ'
[ksoð]
Σίλατ., Σινασσ.
ξότι
[ˈksoti]
Μαλακ.
ξόθι
[ˈksoθi]
Σινασσ.
σόθι
[ʹsoθi]
Από το μεσν. ουσ. ξόδι (< μεταγν. ουσ. ἐξόδιον < υποκορ. του αρχ. ουσ. ἔξοδος).
Κηδεία, εκφορά νεκρού
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Όπ' να πάγει του ξότι σ' και να έρτ' του μαύρου σ' του χαπάρ'
(Είθε να έρθει η μαύρη αγγελιά της εκφοράς σου˙ Κατάρα)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Όπ' να έρτ' του ξόδι σ'
(Που να έρθει η κηδεία σου˙ αρά)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Να σκιωθεί το ξόθι σ'
(Να γίνει η κηδεία σου˙ αρά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
θάνατος, θανή