ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξόδι (ουσ. ουδ.) ξόδ' [ksoð] Σίλατ., Σινασσ. ξότι [ˈksoti] Μαλακ. ξόθι [ˈksoθi] Σινασσ. σόθι [ʹsoθi] Από το μεσν. ουσ. ξόδι (< μεταγν. ουσ. ἐξόδιον < υποκορ. του αρχ. ουσ. ἔξοδος).
Κηδεία, εκφορά νεκρού ό.π.τ. : || Φρ. Όπ' να πάγει του ξότι σ' και να έρτ' του μαύρου σ' του χαπάρ' (Είθε να έρθει η μαύρη αγγελιά της εκφοράς σου˙ Κατάρα) Μαλακ. -Τζιούτζ. Όπ' να έρτ' του ξόδι σ' (Που να έρθει η κηδεία σου˙ αρά) Σίλατ. -Χωλόπ. Να σκιωθεί το ξόθι σ' (Να γίνει η κηδεία σου˙ αρά) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. θάνατος, θανή