ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θανή (ουσ. θηλ.) θανή [θaˈni] Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Σινασσ. Μεσν. ουσ. θανή = θάνατος.
1. Κηδεία Ανακ., Μαλακ., Σινασσ. : Το ένα Σάββατο ξέβην τονανού θανή, τ’ άλλο το Σάββατο ξέβην τ’ αλλονού (Το ένα Σάββατο έγινε η κηδεία του ενός, το άλλο Σάββατο έγινε η κηδεία του άλλου) -Cost.
2. Η σορός του νεκρού και κατ’ επέκτ. το φέρετρο Ανακ., Δίλ., Μαλακ. : || Φρ. Να σ̑ηκώσουμ’ τη θανή (να σηκώσουμε την σορό˙ έλεγαν την φρ. πριν βγάλουν το φέρετρο από το σπίτι, το οπ. σήκωναν τρεις φορές και το ακουμπούσαν ξανἀ στο δωμάτιο ή στην αυλή) Ανακ. -Κωστ.Α.