θανή
(ουσ. θηλ.)
θανή
[θaˈni]
Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Σινασσ.
Μεσν. ουσ. θανή = θάνατος.
1. Κηδεία
Ανακ., Μαλακ., Σινασσ.
:
Το ένα Σάββατο ξέβην τονανού θανή, τ’ άλλο το Σάββατο ξέβην τ’ αλλονού
(Το ένα Σάββατο έγινε η κηδεία του ενός, το άλλο Σάββατο έγινε η κηδεία του άλλου)
-Cost.
2. Η σορός του νεκρού και κατ’ επέκτ. το φέρετρο
Ανακ., Δίλ., Μαλακ.
:
|| Φρ.
Να σ̑ηκώσουμ’ τη θανή
(να σηκώσουμε την σορό˙ έλεγαν την φρ. πριν βγάλουν το φέρετρο από το σπίτι, το οπ. σήκωναν τρεις φορές και το ακουμπούσαν ξανἀ στο δωμάτιο ή στην αυλή)
Ανακ.
-Κωστ.Α.