θαύμα
(ουσ. ουδ.)
θάγμα
[ˈθaɣma]
Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
θάμα
[ˈθama]
Σίλ., Τσουχούρ., Φκόσ.
ταύμα
[ˈtavma]
Μισθ.
τάγμα
[ˈtaɣma]
Αραβαν., Φερτάκ.
τ͑άμα
[ˈtʰama]
Σίλ.
χάγμα
[ˈxaɣma]
Αξ.
σάμα
[ˈsama]
Σίλ.
Αρχ. ουσ. θαῦμα. Ο τύπ. θάγμα ήδη σε επιγρ. του 10ου αι. μ.Χ. από τοιχογραφία σε εκκλησία της Καππαδοκίας (Jolivet-Levy 2019: 402).
Θαύμα
ό.π.τ.
:
Γκιοσλάϊζαμ' ούλα μας να γενεί ντου ταύμα
(Περιμέναμε όλοι μας να γίνει το θαύμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Καϊνόσκασ̑ι σάματα
(Έκαναν θαύματα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Θωρεί Χριστού τα θάγματα
(Βλέπει τα θαύματα του Χριστού)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Έδειξέ μας Θεγός το θάγμα του
(Μας έδειξε ο Θεός το θαύμα του)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Ατσ̑είνο του τζ̑ο φτένει θάγματα άιος, 'μείς τζ̑ο προστσ̑υνάμ' ντα
(Εκείνο τον άγιο που δεν κάνει θαύματα, εμείς δεν τον προσκυνάμε˙ πρέπει κανείς να δικαιώνει την φήμη του με πράξεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Να υπάμι σο φτάλμιν του τζ̑ιπ μας 'ντάμα
Να ευξωθούμ’ τζ̑αι 'τζ̑εί να ιδούμ’ το θάγμα (Να πάμε στην πηγή του όλοι μας μαζί
Να προσευχηθούμε και κει να δούμε το θαύμα) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. μουτσουζέτι
Να ευξωθούμ’ τζ̑αι 'τζ̑εί να ιδούμ’ το θάγμα (Να πάμε στην πηγή του όλοι μας μαζί
Να προσευχηθούμε και κει να δούμε το θαύμα) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. μουτσουζέτι