θαρρεύω
(ρ.)
θαρρεύω
[θaˈrevo]
Σινασσ.
θαρρεύου
[θaˈrevu]
Ανακ.
Αόρ.
θάρριψα
[ˈθaripsa]
Μαλακ.
Μεσν. ρ. θαρρεύω, το οπ. από το αρχ. ρ. θαρρῶ.
1. Εμπιστεύομαι κάποιον ή κάτι σε κάποιον άλλο
Μαλακ., Σινασσ.
:
Δεν με θαρρεύει το σπίτι της
(Δεν μου εμπιστεύεται το σπίτι της)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
θαρραίνω
2. Πιστεύω ότι, νομίζω
Ανακ., Μαλακ., Σινασσ.
:
Θαρρεύω πως βρέχ’ όξω
(νομίζω πως έξω βρέχει)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Θαρρεύ’ς σύννεφο ήτον η σκόνη
(Νομίζεις πως η σκόνη ήταν σύννεφο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ιτό μάνα τ’ πέθανι, θάρριψιν κοιμάτι ντεΐ.
(Η μάνα του πέθανε, αυτό (το παιδί) νόμιζε ότι κοιμάται)
Μαλακ.
-Dawk.
Συνών.
απαντέχω, σαντώ