θαυματουργός
(επίθ.)
ταματουργός
[tamatuˈrɣos]
Γούρδ.
θαγματερό
[θaɣmateˈro]
Φλογ.
ταματερό
[tamateˈro]
Φερτάκ.
Θηλ.
σαματουργούσα
[samaturˈɣusa]
Σίλ.
Mεταγν. επίθ. θαυματουργός. Η λ. από την εκκλ. παράδ.
Θαυματουργός
ό.π.τ.
:
Θαγματερό νεκκλησ̑ά
(Θαυματουργή εκκλησία)
ό.π.τ.
β.
Ως ουσ., θαυματοργός άγιος
Φερτάκ.
Συνών.
μουτσουζετλούς