θέλω
(ρ.)
θέλω
[ˈθelo]
Ανακ., Αφσάρ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
θέλου
[ˈθelu]
Μαλακ., Μισθ.
θέγω
[ˈθeɣo]
Φάρασ.
θέω
[ˈθeo]
Φάρασ.
χέλω
[ˈçelo]
Αραβαν.
χ̇έλω
[ˈxelo]
Αξ.
σέλου
[ˈselu]
Σίλ.
Παρατατ.
ήθελα
[ˈiθela]
Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ.
ήσελα
[ˈisela]
Σίλ.
ήσελνα
[ˈiselna]
Σίλ.
ήσιλνα
[ˈisilna]
Σίλ.
θέλισκα
[ˈθeliska]
Ποτάμ., Σίλατ.
θέλισ̑κα
[ˈθeliʃka]
Ανακ., Μισθ.
θέλιξα
[ˈθeliksa]
Σίλατ.
τέλισ̑κα
[ˈteliʃka]
Αξ.
σέλισκα
[ˈseliska]
Σίλ.
θέλκα
[ˈθelka]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
ησιλ̑ίσκα
[isiˈʎiska]
Σίλ.
ησιλν̑ίσκα
[isilˈɲiska]
Σίλ.
σελ̑ινόσκα
[seʎiˈnoska]
Σίλ.
σελινόσκα
[seliˈnoska]
Σίλ.
σελινόdζισκα
[seliˈnodziska]
Σίλ.
γ' Εν.
θέλκ͑ιν
[ˈθelkʰin]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
'έκ͑ιν
[ˈekʰin]
Τσουχούρ.
Αόρ.
θέλεσα
[ˈθelesa]
Σινασσ.
σέλησα
[ˈselisa]
Σίλ.
Αρχ. ρ. θέλω. Οι σημ. 3 και 4 μεσν. (βλ. CGMG: 1788). Για την τροπή [θ] > [s] στην Σίλλη βλ. Κωστάκης (1968: 41).
1. Θέλω, επιθυμώ κάτι
ό.π.τ.
:
Ότσ̑ι καdάρ λίρες και αν θέλεις, 'α σε δέκουμ'
(Όσες λίρες κι αν θέλεις, θα σου δώσουμε)
Τελμ.
-Dawk.
Έπαρ' ιτό τα ορνίθ', σα θέλ'ς
(Πάρε αυτό το πουλί, αν θέλεις)
Μαλακ.
-Dawk.
Όποιος θέλει 'ς έρτει να πάρει το μπαϊράκ͑ι̂
(Όποιος θέλει ας έρθει να πάρει το λάβαρο της εκκλησίας)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Εγώ δεν θέλω να με μουλλώνεις σέσ'
(Εγώ δεν θέλω να μου κρύβεις την φωνή σου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τζ̑ο θέλομε να κρεμαστούνε οι γοντζήδες μας
(Δεν θέλουμε να κρεμαστούνε οι γείτονές μας)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
'φότες να θέλεις, να νάρτεις εδώ σήμουρου
(Αν θέλεις, να έρθεις εδώ σήμερα)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Εγώ θέγω να ναύρουνε τον ύπνο μου
(Εγώ θέλω να ερμηνεύσουν το όνειρό μου)
Φάρασ.
-Dawk.
Σέλεις κοντά σ' ένα κανείνα;
(Θέλεις μαζί σου κάποιον;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'γώ σέλου να ριώ μέγα μου τ' παιρί
(Εγώ θέλω να δω το μεγάλο μου παιδί)
Σίλ.
-Dawk.
Ο Θεός αν ήθελεν, ο Χριστός 'εν τα τράβανεν τα
(Ο Θεός αν ήθελε, ο Χριστός δεν θα τα υπέφερε (όσα υπέφερε))
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Βασιλιάς τσ̑ην ήσελε τσ̑ην Ελένη να τσ̑ην πάρει
(Ο βασιλιάς την ήθελε την Ελένη να την πάρει γυναίκα του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τ' αγόρια θέλισκαν πολύ, όχι κορίτσ̑α
(Αγόρια ήθελαν να κάνουν πολύ, όχι κορίτσια)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ησιλν̑ίσκι 'σαυρινή μέρα να πάγει 'ς τουν γκάμbου
(κέφτηκε την επαύριο να ξενιτευετεί)
Σίλ.
-Dawk.
Θεγός αν θέλισ̑κεν, ασ' σον τόπο τ' τ͑έρ' δε σάλευεν
(Αν δεν ήθελε ο Θεός, από την θέση του λιθάρι δεν κουνιόταν)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Το βασιλόπουλο, άμα έμαθεν τι είπεν ο δεβρέσης, θέλεσεν να πάγει μοναχό τ'
(Το βασιλόπουλο, μόλις έμαθε τι είπε ο δερβίσης, θέλησε να πάει μοναχό του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Όποιους κόσμους σελήσει ας πάει να ντελαστεί Νάπλιο
(Όποιος κόσμος θελήσει ας πάει να τριγυρίσει στο Ναύπλιο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Ασμ.
Τ'άλλα παιδιά δεν θέλεσαν κι ο Κωνσταντής μόν' θέλει
(Τ' άλλα παιδιά δεν θέλησαν και μόνο ο Κωνσταντής θέλει)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ανάθεμά σε ξενιτειά και σέν' και τα καλά σου.
Ούτε τα πάθη σ' ήθελα ούτε τα διάφορά σου (Ανάθεμά σε ξενιτειά μαζί με τα καλά σου
Ούτε τα βασανά σου ήθελα ούτε τα κέρδη σου) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αρζουλαντίζω, γυρεύω, ιστεντίζω, ντιλεντίζω, χαβασλαντίζω
Ούτε τα πάθη σ' ήθελα ούτε τα διάφορά σου (Ανάθεμά σε ξενιτειά μαζί με τα καλά σου
Ούτε τα βασανά σου ήθελα ούτε τα κέρδη σου) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αρζουλαντίζω, γυρεύω, ιστεντίζω, ντιλεντίζω, χαβασλαντίζω
β.
Συμπαθώ
Σίλατ.
:
Ετό ναίκα ετό το κορίτσ̑' δεν ντο θέλιξεν
(Αυτή η γυναίκα δεν το ήθελε αυτό το κορίτσι
)
Σίλατ.
-Dawk.
γ.
Ελπίζω
Φάρασ.
:
Θέγω 'ς το Θεό
(Ελπίζω στον Θεό
)
Φάρασ.
-Ανδρ.
δ.
Με προσωπική σύνταξη ή απρόσωπη με γ' εν. ή πληθ., χρειάζεται, απαιτείται
Αφσάρ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Θέλει ένα ψυχή και να σταθεί το τ͑εμέλι
(Χρειαζέται να θυσιαστεί μιά ανθρώπινη ζωή για να σταθεί το θεμέλιο
)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ράναναν ντου μπαμbατσ̑ού 'ου φύλλου· λέει: «Θέλ' ράντισμα;"
(Κοιτούσαν το φύλλο του μπαμπακιού. Λέει «Θέλει ράντισμα;»
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Θέλ' αν άβγο να γαλτζ̑έψω να φω
(Χρειάζομαι ένα άλογο να καβαλικέψω να φύγω
)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σέλ' κόψιμα ντου ντάλι
(Θέλει κόψιμο το κλαδί
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Θέλ’κιν να ξειλίσει αν κορτσοκκού δάκρυ τσαι να γλυτώσου!
(Χρειαζόταν να κυλήσει το δάκρυ ενός κοριτσιού για να γλυτώσω!
)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
'γώ τουζ 'άν’dα ποίκω· άτσοντο τ’ άβγα τουζ θέλει τα σκοτώσω;
(Εγώ τι να κάνω· πώς πρέπει να σκοτώσω τόσα άλογα;
)
Φάρασ.
-Dawk.
Ατό το κοτσ̑ί θέλει να παγαστεί σο μύου
(Αυτό το σιτάρι πρέπει να μεταφερθεί στον μύλο
)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Η ναίκα ήθελε νά 'ρτει αμέσω σον παπά ν’τα ειπεί
(Η γυναίκα έπρεπε να πάει αμέσως στον παπά να το πει
)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Το τσ̑αρτσ̑άφι μας σέλει να τα ιλτζ̑ίσουμι
(Το σεντόνι μας θέλει τρύπωμα
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Ατιά οι ανgουρένις θέλκαν να ’δρευτούν σήμουρου
(Αυτοί οι κήποι έρπεπε να ποτιστούν σήμερα
)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
τ͑α πέρτ͑σι έκ͑ιν ν’τα ’γοράσουμι
(Από πέρσι ακόμα έπρεπε να το αγοράσουμε
)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.
Σέλ’ να τα ικ̑αΐσουμι
(Χρειάζεται, πρέπει να τα πλύνουμε
)
|| Ασμ.
Ξέβαν τα χίλια τ' άργατα τα θέλουν χίλια χέρια
(Άρχισαν οι χιλιάδες δουλειές που θέλουν χιλιάδες χέρια)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
ε.
Σκέφτομαι ή σκοπεύω να κάνω κάτι
Σίλ.
:
Ησιλν̑ίσκι 'σαυρινή μέρα να πάγει 'ς τουν γκάμbου
(Σκόπευε την επαύριο να ξενιτευετεί
)
Σίλ.
-Dawk.
2. Περιμένω
Σίλ.
:
Αυτά σελινόσκις τα να 'νεί;
(Αυτό το περίμενες να γίνει;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
3. Σε συνδυασμό με το να δηλώνει ότι κάτι θα συμβεί στο μέλλον
Σινασσ.
:
Θέλω να
(Θα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
έννα :1, θα, να, σε, χα
4. Απρόσ., πρέπει
Αφσάρ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Ατό το κοτσ̑ί θέλει να παγαστεί σο μύου
(Αυτό το σιτάρι πρέπει να μεταφερθεί στον μύλο)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Η ναίκα ήθελε να 'ρτει αμέσω 'ς σον παπά ν'τα ειπεί
(Η γυναίκα έπρεπε να πάει αμέσως στον παπά να το πει)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Το τσ̑αρτσ̑άφι μας σέλει να τα ιλτζ̑ίσουμι
(Το σεντόνι μας θέλει τρύπωμα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Ατιά οι αγγουρένις θέλκαν να 'δρευτούν σήμουρου
(Αυτοί οι κήποι έρπεπε να ποτιστούν σήμερα)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Τ̔α πέρτ͑σι 'έκ͑ιν ν'τα 'γοράσουμι
(Από πέρσι ακόμα έπρεπε να το αγοράσουμε)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.
Ερ να λιψάνgινι, τζ̑ο θέλνgινι ν'dα πεi σα πεθερικά του 'γνένdα· ήτουνι αΐπι!
(Αν διψούσε, δεν έπρεπε να πιεί μπροστά στα πεθερικά της· ήταν ντροπή!)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
έννα :2, να
β.
Με περαιτέρω γραμματικοποίηση
Σίλ.
:
Σέλ' να τα ικ̑αΐσουμι
(Χρειάζεται, πρέπει να τα πλύνουμε
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
5. Απρόσ., στον παρατατ., για δήλωση μη πραγματικού-δυνητικού
Σινασσ.
:
Βιρ βιρ βιρ πήραν το κεφάλι μ' κι ήθελεν στ' αληθινά να βγει η ψή μ'
(Μπούρου μπούρου μου πήραν το κεφάλι και παραλίγο θα μου έβγαινε στα αλήθεια η ψυχή)
Σινασσ.
-Λεύκωμα