ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θερίζω (ρ.) θερίζω [θeˈrizo] Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. χερίζω [çeˈrizo] Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σεμέντρ. χ̇ερίζω [xeˈrizo] Αξ., Τροχ. χερίζου [çeˈrizu] Μισθ., Σεμέντρ., Τσαρικ. τερίζου [teˈrizu] Φερτάκ. Αρχ. ρ. θερίζω.
1. Θερίζω ό.π.τ. : Να πάου σου κόμμα να χερίσου (Θα πάω στο χωράφι να θερίσω) Μισθ. -Κοτσαν. Ετά το κόμμα να χ̇ερισ̑τεί (Αυτό το χωράφι πρέπει να θεριστεί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παίν'νι χερίζ'νι απ' του βουνί απάν' (Πηγαίνουν θερίζουν από το βουνό απάνω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Η χώρα θέρ'σιν τα χωράφα (Η ξένη γυναίκα θέρισε τα χωράφια) Τσουχούρ. -Dawk. Τελεμεριώς χέριζαμ' τσι ντου βρα'ύ τσοιμόδουμιστι (Όλη μέρα θερίζαμε και το βράδυ κοιμόμαστε) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Ό,τ͑ι σπειρνίσ̑κεις, εκείνο χ̇ερίζ̑εις (Ό,τι σπέρνεις θερίζεις˙ η κάθε πράξη έχει τις συνέπειές της) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τις σπειραίνει τσ̑αι τις θερίζει (Άλλος σπέρνει κι άλλος θερίζει˙ πάντα κάποιος άλλος επωφελείται από τον κόπο μας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Tσ̑άπου τζ̑ο σπέρει, θερίζει (Όπου δεν σπέρνει θερίζει˙ γι' αυτούς που εκμεταλλεύονται ξένο κόπο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Καταστρέφω, σκοτώνω Φερτάκ. : || Φρ. Tεγός να σε χαρίσ' και πονdικός να σε τερίσ' (Θεός να σου χαρίσει και ποντικός να σε καταστρέψει˙ οξύμωρη ευχή) Φερτάκ. -Αρχέλ.