θερίζω
(ρ.)
θερίζω
[θeˈrizo]
Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
χερίζω
[çeˈrizo]
Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σεμέντρ.
χ̇ερίζω
[xeˈrizo]
Αξ., Τροχ.
χερίζου
[çeˈrizu]
Μισθ., Σεμέντρ., Τσαρικ.
τερίζου
[teˈrizu]
Φερτάκ.
Αρχ. ρ. θερίζω.
1. Θερίζω
ό.π.τ.
:
Να πάου σου κόμμα να χερίσου
(Θα πάω στο χωράφι να θερίσω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ετά το κόμμα να χ̇ερισ̑τεί
(Αυτό το χωράφι πρέπει να θεριστεί)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παίν'νι χερίζ'νι απ' του βουνί απάν'
(Πηγαίνουν θερίζουν από το βουνό απάνω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Η χώρα θέρ'σιν τα χωράφα
(Η ξένη γυναίκα θέρισε τα χωράφια)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Τελεμεριώς χέριζαμ' τσι ντου βρα'ύ τσοιμόδουμιστι
(Όλη μέρα θερίζαμε και το βράδυ κοιμόμαστε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Ό,τ͑ι σπειρνίσ̑κεις, εκείνο χ̇ερίζ̑εις
(Ό,τι σπέρνεις θερίζεις˙ η κάθε πράξη έχει τις συνέπειές της)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τις σπειραίνει τσ̑αι τις θερίζει
(Άλλος σπέρνει κι άλλος θερίζει˙ πάντα κάποιος άλλος επωφελείται από τον κόπο μας)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Tσ̑άπου τζ̑ο σπέρει, θερίζει
(Όπου δεν σπέρνει θερίζει˙ γι' αυτούς που εκμεταλλεύονται ξένο κόπο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Καταστρέφω, σκοτώνω
Φερτάκ.
:
|| Φρ.
Tεγός να σε χαρίσ' και πονdικός να σε τερίσ'
(Θεός να σου χαρίσει και ποντικός να σε καταστρέψει˙ οξύμωρη ευχή)
Φερτάκ.
-Αρχέλ.