ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θερίζω (ρ.) θερίζω [θeˈrizo] Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. χερίζω [çeˈrizo] Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σεμέντρ. χ̇ερίζω [xeˈrizo] Αξ., Τροχ. χερίζου [çeˈrizu] Μισθ., Σεμέντρ., Τσαρικ. τερίζου [teˈrizu] Φερτάκ. Αρχ. ρ. θερίζω.
1. Θερίζω ό.π.τ. : Να πάου σου κόμμα να χερίσου (Θα πάω στο χωράφι να θερίσω) Μισθ. -Κοτσαν. Ετά το κόμμα να χ̇ερισ̑τεί (Αυτό το χωράφι πρέπει να θεριστεί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παίν'νι χερίζ'νι απ' του βουνί απάν' (Πηγαίνουν θερίζουν από το βουνό απάνω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Η χώρα θέρ'σιν τα χωράφα (Η ξένη γυναίκα θέρισε τα χωράφια) Τσουχούρ. -Dawk. Τελεμεριώς χέριζαμ' τσι ντου βρα'ύ τσοιμόδουμιστι (Όλη μέρα θερίζαμε και το βράδυ κοιμόμαστε) Μισθ. -Κοτσαν. Το κ͑ιόρος, ’τον παίνισ̑καν με τα ντερπάνια, παίρισ̑κεν και τη ναίκα τ’, παίρισ̑κεν και τα φσ̑άχα τ’ τα μεγάλα, να χ̇ερίσ’νε (Στον θερισμό, όταν πήγαιναν με τε δρεπάνια, έπαιρνε και την γυναίκα του, έπαιρνε και τα παιδιά του τα μεγάλα, για να θερίσουνε) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 || Παροιμ. Ό,τ͑ι σπειρνίσ̑κεις, εκείνο χ̇ερίζ̑εις (Ό,τι σπέρνεις θερίζεις˙ η κάθε πράξη έχει τις συνέπειές της) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τις σπειραίνει τσ̑αι τις θερίζει (Άλλος σπέρνει κι άλλος θερίζει˙ πάντα κάποιος άλλος επωφελείται από τον κόπο μας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Tσ̑άπου τζ̑ο σπέρει, θερίζει (Όπου δεν σπέρνει θερίζει˙ γι’ αυτούς που εκμεταλλεύονται ξένο κόπο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Καταστρέφω, σκοτώνω Φερτάκ. : || Φρ. Tεγός να σε χαρίσ' και πονdικός να σε τερίσ' (Θεός να σου χαρίσει και ποντικός να σε καταστρέψει˙ οξύμωρη ευχή) Φερτάκ. -Αρχέλ.
Τροποποιήθηκε: 18/08/2025